Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Βόλτες…

Κατεβαίνουμε με το αυτοκίνητο κάτω στην πόλη… δεν μας επιτρέπεται να βγούμε εκτός πλέον… είμαστε στην αναμονή… δεν μας πειράζει καθόλου… είμαστε παιδιά αυτής της πόλης… μεγαλώσαμε δίπλα στα συρματοπλέγματα… μεγαλώσαμε δίπλα στην πράσινη γραμμή… η λευκωσία είναι μια πόλη ωραία…. Έχει ιστορία έχει άποψη… έχει ηλικία αλλά αντιστέκεται… είναι η ίδια με τα παιδικά μας χρόνια αλλά κιόλας έχει αλλάξει… η τάφρος είναι γεμάτη αλλοδαπούς που πολεμούν με γέλια και αισιοδοξία να χορτάσουν την φτώχεια τους… η παλιά πόλη έχει ερημώσει… τα παραπάνω σπίτια ερειπωμένα και ετοιμόρροπα, αλλά φιλοξενούν τους κακοπληρωμένους ενοίκους… ζωή και παρακμή στην ίδια σελίδα… φτώχεια και ελπίδα εκεί που πριν 60-70 χρόνια ήταν οι παππούδες μας, βιοπαλαιστές και ετοιμοπόλεμοι για την Ζωή… τι θα λέγατε καημένοι για τα αγγόνια σας? Ερημιά κυπριακή… Δεν βλέπω κανένα περήφανο κυπραίο να παίρνει τα μωρά του για βόλτα κοντά στα «μαυρούθκια» και τις φιλιππινέζες και τις σριλανκέζες… η εγκατάλειψη ενός τόπου αρχίζει πρώτα από την καρδιά… την δική του και την δική μας…
το «πάρκο με τα πουλούθκια», δίπλα στον πάλαι ποτέ ΘΟΚ, αγαπημένος προορισμός για τα κυριακάτικα απογεύματα των παιδικών μου χρόνων, σφύζει από ζωή ενός άλλου πολιτισμού… πόσο πιο εύκολη η ζωή όταν ήμασταν μωρά… η μακαρίου η είσοδος σε ένα άλλο κόσμο… αναρωτιέμαι που ανήκουμε τελικά… κουράστηκα… θέλω να πάω σπίτι μου… έμεινα κλεισμένη πολύ καιρό σπίτι… άρχισα να μην αντέχω τον κόσμο… Πώς το λέει εκείνο το ποίημα? Εκείνο το τραγούδι? Μες το κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα…Υπάρχεις Εσυ…

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Η έκθεση για την 25η Μαρτίου που έγραψε ο Μαρίνος Κλεάνθους όταν ήταν 14 χρονών


Το ξέρω πως αυτό που κάνω είναι λιγάκι άκομψο, και θέλω να τονίσω πως δεν τα συνηθίζω αυτά, αλλά ειλικρινά δεν ξέρω τι είμαι παραπάνω: Έκπληκτη για τον πολιτικό λόγο του «νεαρού υποψηφίου», σοκαρισμένη για το επίπεδο των νέων ανθρώπων που θέλουν να μπουν στην Βουλή, μπερδεμένη αναφορικά με την δεκαετία στην οποία ζούμε? Με βαριά καρδιά σε παραπέμπω στο μπλογκ του υποψήφίου Βουλευτή του ΔΗΚΟ Μαρίνου Κλεάνθους, (κι αυτό διότι θα του αυξήσουμε την αναγνωσιμότητα) και τα σχόλια δικά σας…

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Το δεντρόν του Παππού


«Κόρη μητσιά έλα ποδά. Θέλω να μου γράψεις μια σύσταση!». Ακόμα θυμούμαι τα λόγια του παππού μου του Νικόλα. Τα τελευταία χρόνια πριν πεθάνει είχα γίνει κάτι σαν την προσωπική του γραμματέα. Ήθελε να τακτοποιήσει τις δουλειές του, τις εκκρεμότητες του, ήθελε να επιβάλει δικαιοσύνη σε όσους τον αδίκησαν στην ζωή του, ήθελε βοήθεια να γράψει επειδή είχε καταρράκτη κι εγώ λάτρευα τα μπισκότα βουτύρου που είχε πάντα σε ένα μεγάλο τενεκεδένιο κουτί πάνω από την αρμαρόλα και που το κατέβαζε με προσοχή να με κεράσει μόλις τέλειωνα τις δουλειές του.


Εκείνη την ημέρα θυμάμαι ήταν ιδιαίτερα σοβαρός και θυμωμένος επειδή είχε λάβει μια επιστολή από την αδελφή του, την γιαγιά την Γιαλούρα (στην πραγματικότητα Νεοφύτα, αλλά επειδή είχε κάτι απίθανα γαλανά μάτια που και στα 70 της έκαιγαν καρδιές, της φώναζαν όλοι Γιαλούρα), που του έλεγε πως είχε πωληθεί το χωράφι του μακαρίτη του αδελφού τους του Αντρέα που μέσα σε αυτό βρισκόταν ένα κομμάτι της περιουσίας του παππού μου! Το πούλησε ο γιός του ο μιτσής. «Και τι περιουσία είχες εσύ στο χωράφι το ξένο παππού?». Φωνές και φασαρία, δεν θα έτρωγα μπισκότο! Δεν ήξερα? Στο χωράφι βρισκόταν η ελιά του παππού! Η ελιά που του είχε δώσει ο πατέρας του όταν ήταν μιτσής. Η ελιά του. Το δεντρόν του! Το μερτικόν του από την πατρική περιουσία!


Προφανώς στα παλιά εκείνα χρόνια, στα μικρά και φτωχικά χωριουδάκι της Πάφου, που η οικογενειακή περιουσία ήταν μικρή και έπρεπε να μοιραστεί ακριβοδίκαια (?) ανάμεσα στα παιδιά, οι γονείς έδιναν αλλού το χωράφι κι αλλού τα δέντρα. Ήταν φαινόμενο συνηθισμένο και πολύ σεβαστό! Σύμφωνα με τον παππού μου, για το τάξιμο των δεντρών του χωραφιού, γινόταν κάτι σαν μικρή τελετή. Στην περίπτωση του, προφανώς ενδεικτική, ο μακαρίτης ο πατέρας του είχε σταθεί μαζί με τον παππού μου που ήταν ακόμα αμούστακο παιδί στον παραστατό της πόρτας, την ώρα που έδυνε ο ήλιος και είχαν ως μάρτυρες την μακαρίτισσα την γειτόνισσα την Λωξανδρού και τον θείο του τον Γιάγκο. «Ο πατέρας μας, έδειξεν μας το χωράφι, έδειξεν μας την ελιά και έταξεν μου που την πόρταν το δεντρόν. Είπεν μου εν να ένει μια ζωή δικό μου, τζαι των παιθκιών μου. Τζαι των παιθκιών των παιθκιών μου! Να τρώμεν ελιές, να κάμνουμεν λάδι. Να κρούζουμεν τα ξύλα της να βράζουμεν». Το δε χωράφι θα το έπαιρνε ο αδελφός του ο Αντρέας. «Παππού! Αδικία. Έπιασεν το χωράφι τζαι έμεινεν σου το δεντρόν! Σιγά!». Ο παππούς μου είπε να βρίξω επειδή δεν ήταν σε καμία περίπτωση αδικία. Το χωράφι ήταν στην πλαγιά του βουνού, πολύ κοντά στην παραλία, με θέα την θάλασσα. Καμία χρήση δεν είχε. Δύσκολα ήταν να καλλιεργηθεί. Ενώ η ελιά ήταν εκεί έτοιμη να κάμει καρπό. Κατένευσα. Ο παππούς μου εξήγησε πως τόσα χρονιά οι ελιές και κάμποσο από το λάδι μας ήταν από την ελιά. Την πατρική ελιά. Ήταν θεόρατο δέντρο και άξιζε μια περιουσία.


Επείστηκα και πιάσαμε να γράφουμε το γράμμα. Το απευθύναμε στον άτιμο αδελφότεκνο, τον γιο του αδελφού τού, του Αντρέα. Ο παππούς τον περνούσε από γενεές δεκατέσσερις, τον έλεγε μπαγαπόντη και ασεβή και πως έπρεπε να ειδοποιήσει τον νέο ιδιοκτήτη πως το δεντρόν ήταν δικό του. Τα επιχειρήματα του παππού ήταν ακλόνητα. Η μαρτυρία της Λωξανδρούς που ήταν τότε ακόμα ζωντανή, το μαγικό της υπόθεσης που τάχτηκε η ελιά την ώρα που έδυνε ο ήλιος! «Θα πάω σε δικηγόρο. Θα έβρω το δίκαιον μου», έλεγα λάβρος ο παππούς κι εγώ σημείωνα μανιωδώς. Σαν τελειώσαμε την επιστολή την πήραμε μαζί περίπατο στο ταχυδρομείο. Ο παππούς ήταν κοτσανάτος και καλοστεκούμενος. Έκαμνε εντύπωση όπου πηγαίναμε. Εγώ τον κρατούσα αλαμπρατσέτα και σκεφτόμουν τα χειρότερα. Τι θα έκανε η μάνα μου, η θεία η Λαζαρού, και τα άλλα παιδιά του παππού σαν μάθαιναν για το γράμμα? Δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ! Ήμουν συνένοχος επειδή όλα θα καταλάβαιναν πως εγώ έγραψα το γράμμα. Η λάβρα του παππού όμως με είχε και μένα συνεπάρει. Διαισθανόμουν την αδικία. Άλλωστε ήμουν παιδί του παιδιού του και έριζα κι εγώ από την ελιά.

Η λαίλαπα δεν άργησε να ξεσπάσει αφού μόλις πήρε το γράμμα, ο πωλητής του χωραφιού πήρε τηλέφωνο τους θείους μου να κάμει τα παράπονα. Έγινε οικογενειακό συμβούλιο και όλοι πήγαν να βάλουν τις φωνές στον παππού! Έφαγα κι εγώ 2-3 ξυλιές στον πισινό από την μάνα μου. Αλλά τον παππού τίποτε δεν τον πτόησε. Ούτε τα «ρεζιλίκια», που του φώναζαν. Ούτε πως τα ταξίματα και η δύση του ήλιου ήταν πράματα ξεπερασμένα. Ο παππούς μου ήταν πεπεισμένος για το δίκαιο του και δεν καταλάβαινε θεό. Όταν είδαν και απόειδαν και κατάλαβαν πως τίποτε δεν θα γινόταν, οι θείοι μου ανάλαβαν να απολογηθούν στον εξάδελφο και είπαν του παππού πως «κανεί! Το δεντρόν να το ξεχάσεις!»…

Τις επόμενες μέρες ο παππούς ήταν παράξενα ήσυχος και καθόταν στην αυλή κάτω από την λεμονιά και σκέφτονταν διάφορα. Κάποτε εδέησε να με φωνάξει και αφού με ρώτησε αν με πείραζε να φάω κι άλλο ξύλο από την μάνα μου «Ούφου παππού!», με αντάλλαγμα 5 μπισκότα «Ούφου, Καλά!», έπρεπε να τον βοηθήσω να βάλει το σχέδιο του σε εφαρμογή. Μου ζήτησε να του έβρω τα δρομολόγια του ταξί για την Λεμεσό και από εκεί στην Πάφο και μετά να τηλεφωνήσω στον άντρα της γειτόνισσας της Λωξανδρούς να έρτει να τον πιάσει που το Κτήμα να τον πάρει στο χωριό! «Τι θα κάμεις πάλε παππού?». «Το δίκαιον! Θα πάω να φέρω την ελιά».

Δεν ξέρω τι με εκράτησε και δεν πήγα να τα ξεφουρνίσω όλα της μάνας μου. Έκαμα ότι μου ζήτησε και έφαγα 5 μπισκότα και 3 πάτσους. Ο παππούς δυο μέρες μετά, τα χαράματα εξαφανίστηκε και η σιωπή μου του εξασφάλισε τον χρόνο που εχρειάζετον για να πάει να κάμει τη δουλειά του. Σύμφωνα με τον έξαλλο αδελφότεκνο, εμφανίστηκε ξαφνικά στο χωρκό και μαζί με 3-4 άλλους γέρους έπιασαν τις τσάπες και τους σβανάες και έκαμαν κομμάθκια το δεντρό! Μετά ο παππούς μοίρασε τα ξύλα στους φίλους του, έπιασε κι αυτός ένα κομμάτι και ξεκίνησε να έρτει πίσω στην Λευκωσία. Στις φωνές του αδελφότεκνου έγινε λάβρος και αψύς και του είπε «αν έχει κότσια να τον βάλει φυλακή». «Άτιμε, ξυμαρισμένε! Παλιόπαιδο! Εσε χάρη που εν ζει η γαινέκα μου να σου βάλει κατάρα!», του είπε ο παππούς, που πάντα το είχε παράπονο που η δική του καταραστική ικανότητα ήταν τόσο ελλιπής μπροστά στην μάγισσα την γιαγιά μου! Με τα πολλά ο παππούς ήρτε πίσω στην Λευκωσία. Αγριοκοίταξε τον ταξιτζή που του τον άφησε να πάρει μαζί του στο αυτοκίνητο το ξύλο. Και το είχε μαζί του στο σπιτάκι του μέχρι που πέθανε. Οι θείοι μου δεν τόλμησαν να του που κουβέντα. Κι εγώ δικαιώθηκα πανηγυρικά. Έφαγα πολλά μπισκότα θυμάμαι εκείνη την χρονιά και έγινα η πιο αγαπημένη από τις αγαπημένες του παππού…

Το ξύλο της ελιάς το έχω πλέον εγώ στο σπίτι μου, δικαιωματικά. Μου το έδωσε ο παππούς μου πριν πεθάνει. Είναι φυλαγμένο σε ένα κουτί στο δωμάτιο που έχει τα πάντα. Τις αναμνήσεις μου, την αγάπη για τον ατρόμητο παππού, το τενεκεδένιο κουτί με τα βουτυρένια μπισκότα…
Ο αδελφότεκνος έγινε ντιβέλοπερ στην Αργάκα…



Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Τρεις πραγματικές ιστορίες

Ακόμα κι όταν πήγαινε σχολείο, ακόμη κι όταν έκανε ντους μετά την προπόνηση, ακόμα κι όταν βρισκόταν στην θάλασσα, μέσα στα καλοκαίρια και στην ζέστη, ο Αχιλλέας έπρεπε να προσέχει την αριστερή του φτέρνα. Ήταν οι οδηγίες και ο τρόμος της μάνας του σαν ήταν μικρός. Μέσα στα παπούτσια του είχε πάνω ενισχυμένη φτερνική σόλα και κάθε βράδυ είχε μάθει από την μάνα το να τρίβει την φτέρνα μαλακά και να την αλείφει με μια μαγική αλοιφή. Η φτέρνα του ήταν το μαλακό του σημείο και δεν μπορούσε να αφήσει κανένα να την αγγίξει. Ακόμα κι όταν μεγάλωσε, ακόμα και όταν έκανε έρωτα με τις γυναίκες που αγαπούσε, ο Αχιλλέας δεν άφηνε κανένα και τίποτε να αγγίξει την φτέρνα του. ΦΟΒΟΤΑΝΕ. Ενίοτε, κάθε τέλος καλοκαιριού, έπαιρνε κάτι περίεργες κάρτες από ένα τύπο που τον έλεγαν ΕΚΤΟΡΑ που τον έλεγε δειλό και του φώναζε «να κοπιάσεις». «Σε περιμένω θρασύδειλε, γιέ της θεάς, ημιαθάνατε. Έλα να με σκοτώσεις! Δεν μπορώ να πεθάνω χωρίς εσένα». Αλλά ο Αχιλλέας ποτές του δεν πήρε στα σοβαρά αυτές τις εντολές. Ήθελε να είναι ημίθεος. «Και κάποιος να μην μπορεί να ζήσει χωρίς εμένα»… Και κάποτε οι κάρτες σταμάτησαν να φτάνουν. Και κάποτε ο Αχιλλέας γέρασε. Και κάποτε αποφάσισε να μάθει ποιος ήταν ο Έκτορας. «Είναι πολύ αργά πια για μας», έγραφε η τελευταία του κάρτα. Βρισκόταν κι αυτός διακοπές με την Ανδρομάχη στην θάλασσα και δεν ήθελε πια τόσο πολύ να πεθάνει…


Ο Κωστής είχε πάρει μήνυμα τις πρώτες ώρες της αυγής κατά πως το έπαιρνε πάντα στα μουλωχτά μέσα στο μυαλό του, να πάει να τους συναντήσει επειδή αύριο θα ήταν η τελευταία μέρα. Η τελευταία φορά. Ο Μέγας Αρκάνθρωπος, αυτός που συνήθως του έδινε τα γλειφιτζούρια από θάλασσα του είπε να νηστέψει και να ετοιμαστεί, γιατί αυτή ήταν η φορά που θυμόταν για πάντα. Η μοναδική. Ο Κωστής ενήστεψε, επροσευχήθηκε και ετοίμασε σθεναρά τον εαυτό του να πει το μεγάλο αντίο. Στις 4 το πρωί σηκώθηκε μυστικά και πήρε τον μεγάλο δρόμο να κατηφορίσει να φτάσει στην θάλασσα. Κανένας δεν τον είδε, κανένας δεν τον πρόσεξε. Ίσως να τον προστάτευαν οι θεοί. Ίσως να τον προστάτευε η θάλασσα. Κατέβαινε και κατέβαινε να φτάσει στο γυαλό να τους δει όλους εκεί μαζωμένους, όπως τους είχε δει την πρώτη φορά, να λιάζονται τα λέπια και τα γένια τους στον ήλιο. Τον είδε ο Μέγας ο Αρκάνθρωπος και του έγνεψε να πλησιάσει. Έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι του και τον ευλόγησε. «Θα φυγομεν», του είπε μόνο. «Ήρτεν η ώρα μας». Ο Κωστής έτρεμε. Εδώ και τρία χρόνια που τους έβλεπε πάντα έτρεμε. Τους φοβόταν και τους αγαπούσε. Φοβόταν που ζούσαν στην θάλασσα. Φοβόταν που τον είχαν διαλέξει. Φοβόταν που κρατούσε μυστικά. Φοβόταν που τους είχε διαλέξει. «Είναι που ήσουν στην μυστική ηλικία. Είχες τις μνήμες της μήτρας. Που μπορούσες να καταλάβεις. Αλλά τώρα όλα έχουν τελειώσει. Δεν θα ξανάρθουμε για σένα ποτέ. Μόνο αυτή την μνήμη θα κουβαλάς. Αχνά. Τα υπόλοιπα σιγά σιγά θα τα καταλάβεις». Ο Κωστής κατένευσε. Και οι Αρκάνθρωποι μπήκαν αχνά στην θάλασσα. Μια λιτανεία. Ο Κωστής έσκυψε αργά στην άμμο και την προσκύνησε. Την Θάλασσα. Θα πήγαινε σιγά σιγά στην μάνα του. Να την γυρέψει. Σήμερα ήταν τα γενέθλια του και γινόταν τεσσάρων χρονών. Είχε αρχίσει ήδη να ξεχνά. Θυμόταν μόνο κάτι αχνά. Και φοβόταν. Θα φοβόταν πάντα επειδή τον είχαν διαλέξει.



Η Μάρθα σταμάτησε μια στιγμή να σκεφτεί ποια θα ήταν η θέση της στην Ιστορία της Θεότητας, αλλά μετά το ξέχασε και ξεκίνησε να πάει στο ποτάμι που συναντούσε την θάλασσα. Μία φωνή στο κεφάλι της, της ψιθύρισε πως δεν είχε τόσο μεγάλη σημασία που είχε δει κατάματα Τον Θεό. Επειδή η αγάπη και η θεότητα υπήρχαν παντού και αυτή η ίδια ήταν ανέκαθεν Μία Εκλεκτή και δεν θα μπορούσε πια ποτέ να ξεχάσει. «Το πιο σημαντικό πράμα στη ζωή μου ήταν που στάθηκα ικανή να μαζέψει μαργαρίτες», σκέφτηκε και με ικανοποίηση η Φωνή της ψιθύρισε πως Ξέρει. Αυτή ήταν από τους ανθρώπους που Μπόρεσαν να δουν Το Πάντα. Η Μάρθα χαμογέλασε. Και γέλασε. Και μάζεψε πολλές πολλές μυρωδάτες μαργαρίτες. Μεγάλη η Θεότητα-αλλά ο Λάζαρος έκανε το σπίτι να μυρίζει χωματίλες.

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Συναισθηματικός εκβιασμός! Ξέρετε τίποτε για το θέμα της δωρεάς αίματος ομφάλιου λώρου?

Τώρα που πιάσαμε κι εμείς σιγά σιγά (πολύ σιγά όμως!) την κατηφόρα την μεγάλη και περιμένουμε να γεννήσουμε σε εφτά περίπου βδομάδες, ερχόμαστε αντιμέτωποι με διάφορα διλήμματα που αφορούν την εγκυμοσύνη και την μέλλουσα εμπειρία μας ως νέοι γονείς. Για την βιομηχανία που έχει στηθεί πίσω από το θέμα «νεογέννητο και ανάγκες» και «εύπιστοι νέοι γονείς της Κύπρου» λέω να γράψω ένα ποστ σύντομα (περιμένω να μου περάσει το σοκ!). Για την ώρα αυτό που μας απασχολεί είναι το θέμα της φύλαξης του αίματος του ομφάλιου λώρου για το οποίο πρέπει να αποφασίσουμε σύντομα.


Πολλά για αυτό το θέμα ομολογώ πως δεν κατέχω. Σημαντικές πληροφορίες μπορεί να βρει κανείς εδώ  (στη σελίδα του Καραϊσκάκιου Ιδρύματος).

Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, το θέμα έχει ως εξής: Το αίμα που παραμένει στον πλακούντα όταν γεννηθεί το μωρό, που παλιά θεωρείτο ως άχρηστο υποπροϊόν της εγκυμοσύνης είναι πλούσιο σε αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε άτομα που πάσχουν από λευχαιμία, δυσλειτουργίες μυελού των οστών ή άλλες ασθένειες. Βασικά αντί να γίνεται μεταμόσχευση μυελού των οστών σε τέτοιες ασθένειες, γίνεται μεταμόσχευση του αίματος αυτού (νοουμένου ότι υπάρχει συμβατότητα) και οι πιθανότητες ανάκαμψης είναι πολύ πιο αυξημένες.
Ας σημειωθεί πως η φύλαξη του αίματος δεν καθίσταται πάντα εφικτή επειδή μπορεί στον πλακούντα να μην υπάρχουν αρκετά αρχέγονα κύτταρα. Φορείς όπως το Καραϊσκάκιο σε ενημερώνουν αν το ζητήσεις. Άλλοι, δεν ξέρω…
Υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να υπάρχει νομοθεσία έτσι ώστε να συγκεντρώνεται το αίμα του ομφάλιου λώρου από κάθε γυναίκα που γεννά και ακολούθως να φυλάσσεται σε ειδικό ίδρυμα σε κάθε χώρα. Θα έπρεπε να υπάρχει μια διεθνής δεξαμενή συγκέντρωσης του αίματος σε εθνικό επίπεδο κάθε χώρας, με στόχο να μπορεί να υπάρχει πρόσβαση σε όλους σε περίπτωση ασθενειών, από όλο τον κόσμο. Αυτό που κατάλαβα ότι γίνεται αυτή τη στιγμή είναι πως υπάρχουν διάφοροι φορείς σε κάθε τόπο, καλή ώρα το δικό μας το Καραϊσκάκιο ίδρυμα το οποίο αναλαμβάνει να συγκεντρώσει το αίμα σε περίπτωση που εθελοντικά αποφασίσει ένα ζευγάρι να προβεί στην δωρεά. Το Καραϊσκάκιο είναι ενωμένο με άλλους ανάλογους φορείς και τα δείγματα που κατέχει είναι ανοικτά σε αυτούς. Ανάλογα γίνεται χειρισμός των περιπτώσεων της Κύπρου. Θυμάστε τον μικρό Ανδρέα Βασιλείου που έκανε την μισή Κύπρο να γίνει δότης μυελού των οστών? Η τελευταία επιλογή του Αντρέα ήταν η χρήση ενός μερικώς συμβατού μοσχεύματος από το Δημόσιο Αρχείο του αίματος ομφάλιου λώρους της Νέας Υόρκης. Μία μητέρα είχε δωρίσει το μόσχευμα στο αρχείο αυτό, και ο μικρός Αντρέας είχε την ευκαιρία να κάνει την μεταμόσχευση που έσωσε τελικά τη ζωή του.

Το ζήτημα με το αρχέγονα κύτταρα, τα οποία ας σημειωθεί φυλάσσονται για 20 χρόνια μόνο, είναι πως δεν είναι γενικά πολύ αναπτυγμένο για την ώρα, όλοι ωστόσο υποστηρίζουν πως πρόκειται για την θεραπεία του μέλλοντος. Υποστηρίζουν πως κάποτε θα δώσουν λύσεις σε σοβαρές ασθένειες, όπως η θαλασσαιμία, κάποιες συγγενείς καρδιοπάθειες και δεν ξέρω κι εγώ τι. Το ζήτημα είναι πως αυτές οι θεραπείες είναι ακόμα μακριά. Επίσης το αίμα αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί (ακόμα και τώρα αν προκύψει ασθένεια) για το άτομο από το οποίο λήφθηκε. Θα χρησιμοποιηθεί για τα αδέλφια ή την οικογένεια του. Κι εδώ προκύπτει ο συναισθηματικός εκβιασμός.
Πέραν του Καραϊσκάκιου, το οποίο εξηγεί πως μπορεί το μόσχευμα να δοθεί στην οικογένεια εάν προκύψει ανάγκη, εκτός κι αν έχει προηγουμένως ζητηθεί και δοθεί σε άτομο που έχει ανάγκη, αφού βρίσκεται στην διεθνή τράπεζα δεδομένων, λειτουργούν ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες φυλάσσουν το αίμα ιδιωτικά για την οικογένεια. Η φύλαξη διαρκεί 20 χρόνια και στοιχίζει κάπου 2000 ευρώ. Οι εταιρείες αυτές με την εμπειρία που είχα ως τώρα, λειτουργούν παρουσιάζοντας αυτή την πραγματικότητα στους γονείς. Ότι δηλαδή είναι πιθανόν κάποιος να νοσήσει στην οικογένεια και τότε θα έχουν τύψεις μία ζωή αν δεν έχουν φυλάξει το μόσχευμα για ιδιωτική χρήση. Το θέμα είναι πως πιέζουν πολύ (με 2-3 που μίλησα πόνταραν απίστευτα στον συναισθηματικό εκβιασμό) χωρίς να είναι σαφείς γνώστες του αντικειμένου και τονίζουν πως ο δισταγμός σου να δώσεις τόσα λεφτά για κάτι που ακούγεται σχετικά αμφίβολο, μπορεί να είναι καταστροφικός διότι η πιθανότητα μίας ασθένειας, όσο απομακρυσμένη κι αν ακούγεται, κρέμεται πάντα ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι σου. Το γεγονός ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν υπάρχει συμβατότητα μεταξύ μελών οικογένειας και αναζητούνται δότες από την διεθνή δεξαμενή δεδομένων δεν πτοεί τις εταιρείες. «Κι αν το δικό σας μόσχευμα ταιριάζει?» σε ρωτούν.
Η δική μου η θέση είναι πως σε τέτοιες περιπτώσεις δίνεις το μόσχευμα σε πρόσβαση για όλο τον κόσμο. Θεωρώ ανήθική την στάση να κρατήσεις ιδιωτικά κάτι που μπορεί να σώσει την ζωή ενός άλλου ανθρώπου. Επιπλέον, με ενοχλεί αφάνταστα αυτός ο ταξικός διαχωρισμός. Τι γίνεται με τα άτομα που δεν έχουν λεφτά να φυλάξουν το μόσχευμα?
Όπως και να έχει. Όπως ανέφερα και πιο πάνω δεν έχω πολλές γνώσεις για το θέμα. Αν γνωρίζει κάποιος κάτι παραπάνω ή αν πέρασε από ανάλογο δίλημμα θα ήθελα πολύ να ακούσω τι έχει να πει.