Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Άνοιγμα στη ζωή…




Τα διδυμάκια που Δευτέρας αρχίζουν νηπιαγωγείο. Αρχίσαμε ήδη τις ετοιμασίες, θα αγοράσουμε αύριο και τις τσαντούλες, θα πάρουμε πανάκια ρούχα και πετσέτες στο σχολείο και θα ανοίξουμε την πόρτα ενός νέου κόσμου. Η καρδιά μου σπαράζει και δεν θέλω να τα αφήσω να φύγουν. Πώς θα είναι για αυτά η νέα μεγάλη αλλαγή? Θα κλαίνε? Θα νιώθουν πάλι πως τα εγκαταλείπω? Θα συνηθίσουν εύκολα τις νέες καταστάσεις? Θα είναι σε ένα κόσμο που θα τα αγαπούν? Θα τα φροντίζουν όσο πρέπει? Κι αν τα σπρώξουν, και να τα δείρουν, αν δεν τα παίζουν τα άλλα παιδάκια? Πώς εντάσσονται δύο βρέφη σε μια μικρή κοινωνία άλλων μωρών? Θα κάνουν φίλους? Θα προστατεύει το ένα το άλλο? Τουλάχιστον θα έχουν το ένα το άλλο… Ελπίζω να πάνε όλα καλά… αλλά από Δευτέρας… δεδομένο… θα κλαίμε και οι τρεις…



Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Το σύστημα... Β

Συνέχεια από το προηγούμενο…


Η είδηση για την νεοφερμένη με τα παράξενα κουσούρια και το γκρίζο το ταγιέρ έκαμε αστραπιαία τον γύρο της γειτονιάς. Σε λίγες ώρες είχαν όλες τις πληροφορίες και τα γεγονότα μαζεμένα. Ήταν δασκάλα με άντρα καθηγητή μαθηματικών (μαθηματικών???), μετακόμισαν στην περιοχή επειδή εδιορίστηκε στο σχολείο τους που θα άρχιζε τον Σεπτέμβρη, (ναι υπήρχε πιθανότητα να εν η δασκάλα για τα μωρά τους και να τους κάμνει και κάστια!), επήγαινε στη δουλειά με αυτοκίνητο και ήταν ιμις 37 χρονών και ας εφαίνετουν καλοδιατηρημένη και 27άρα!! Τούτα ούλα τα έμαθε βασικά η κα Αντρούλα η Παχιά αλλά εφροντίσαν και οι άλλες να μάθουν σιγά σιγά πληροφορίες για να χτίσουσιν την εικόνα. Μια εικόνα που δεν τους άρεσε καθόλου που την ενίσχυε κιόλας η συμπεριφορά της δασκάλας. Έκαμε παρατήρηση της κας Βυζατζιότισας ότι εγόραζεν λάδιν για να τηγανίσει το κοτόπουλο (εμείς το κάνουμε στην σχάρα!)… Είπεν της κα Μαρτούς πως δεν πιστεύει σε έτσι πράματα όπως τον καφέ και εξάλλου διάβαζε στα περιοδικά το ωροσκόπιο (το ποιο?)… Έπεισε της κα Λωξανδρού να πάει σε γιατρό και το χειρότερο? Είπεν της κα Αντρούλας ότι πρέπει να αδυνατίσει!

«Μα ποια? Η κα Αντρούλα?», ρώτησε ο κος Βασίλης ο συντεχνιακός. Του εμετέφερε τα καθέκαστα η γυναίκα του η κα Παναγιώτου. Έτρωγε τα βαζάνια του με το λάδι και το σκόρντο, τα βουτημένα στην τομάτα και τις παπατούδες τις γιαχνιστές και άκουγε με μισό μάτι (ή μάλλον στόμα) την γυναίκα του να σαλαβατά για την δασκάλα. Ενευρίασε η Παναγιωτού, ετράβησεν του το πιάτο μακριά, έμεινεν ο καημένος με το ψουμί το αθηαινήτικο στο χέρι να στάζει. «να μπο σιόρ?», ενευρίασε και ο ίδιος.

«Άκουμε με» λαλεί του η κα Παναγιωτού. Δώσε προσοχή! Εν είναι αστεία τα πράματα. Είσαι ο συντεχνιακός. Έχεις ευθύνη! Η δασκάλα εν μια νεκατώστρα. Ενεκάτωσεν την γειτονιά, αλλάσει την τάξη των πραμάτων. Πρέπει να φύει!».

«Τζαι τι θέλεις να κάμω εγώ σιόρ?», είπεν νευριασμένα ο Βασίλης και ετράβηξε πίσω το πιάτο του (κάμνει τα λουκούμιν η γέρημη εσκέφτηκεν τα βαζάνια), «πώς να την διώξω? Να την σκοτώσω?»

«Εν είπεν κανένας να της κάμεις κακό», είπεν με μισό στόμα η κα Παναγιωτού. «Να την μεταθέσεις λαλούμεν»…

«Τζαι ποιος είμαι εγιώ καλέ? Ο Υπουργός παιδείας?», επήρεν τα για τα καλά ο Βασίλης. «Τζαι στο κάτω κάτω τι έκαμε η γεναίκα? Αμφισβήτησεν την τάξη σας τζαι πως κάμνετε τα πράματα? Εν που είπε της πασσιάς να χάσει κιλά? Ή που έστειλεν την φτωχήν Λωξανδρού να πάει στον γιατρό? Εν που ζηλεύκετε! Τζαι να με παραιτήσεις!»

Η κα Παναγιωτού, ενευρίασε, εσκούλησεν την ο θυμός, αλλά εξεσκουλήστηκεν άμεσα και έβαλε κάτω τα μεγάλα μέσα. «Όπως νομίζεις Βασίλης. Ποια είμαι εγώ να αμφισβητήσω την δασκάλα? Εν τζαι μορφωμένη και νέα τζαι ξέρει πολλά. Μπορεί να έχει και δίκαιον σε τζείνα που λαλεί», είπε με αδιάφορη φωνή. «Είδες?», λαλεί της ο Βασίλης. «Κάμε τωρά έναν καφέ τζαι φέρε το δίπλα να δω την Χαραυγή».

(Όπως τα έργα που θα σου ξανακάμω βαζάνια) εσκέφτηκεν η κα Παναγιωτού τζαι έγνεψεν του «Εντάξυ»… Μετά όπως έκαμνεν τον καφέ εφώναξε του που μέσα. «Αλλόπως καλό τζαι τζείνα που λαλεί για το σύστημα εν σωστά», είπε αδιάφορα…

«Ποιόν σύστημα πάλε?»

«Ε, το δικό μας. Το κομμουνιστικό. Λαλεί τούτα ούλα εν πελάρες και ιμίς οι δικοί μας στην Σοβιετική καταπιέζονται τζαι εν έχουν ελευθερίες»…

«Τι λαλείς σιόρ?», ενεύριασεν ο Βασίλης. «Ποια τα λαλεί τούτα? Τι λαλεί ακριβώς?», ανησύχησεν ο Βασίλης.

«Εν ηξέρω Βασίλη! Εν η δασκάλα που τα λαλεί. Εγιώ είπα της, που επίαμεν πέρσι τζαι πρόπερσι. Για την Βουλγαρία, για τον κόσμο που πάει σκολία τζαι πανεπιστήμια. Για την Ρουμανία που φροντίζει η κυβέρνηση να περνά καλά ο λαός. Αλλά τι να σου πω. Εν με επίστευκεν. Εν πελάρες λαλεί τζαι κάποτε τούτο ούλον το σ΄συτημα εν να καταρρεύσει!»… Η κας Παναγιωτού έβαλε τον καφέ στο φλυτζανάκι. Έκαμενν τον καλόν και ωραίον. Και τον άντρα της επίσης. Είδεν τον να δρώνει. Να βάλει το δακτυλούδιν του στον γιακά και να τον τραβά. Ελυπήθηκε τον. Άνοιξε την φίζα και έβαλε του κι ένα γλυκό βαζανάκι (γενικά επέρναν της σε ούλες τις μορφές το βαζάνι)… Επήρε του τον καφέ και ετοιμάστηκε να τον αποτελειώσει. «Έτσι λαλεί ναι… Ξέρω…Ποια είμαι εγώ να αμφισβητήσω την δασκάλα? Εν τζαι μορφωμένη και νέα τζαι ξέρει πολλά. Μπορεί να έχει και δίκαιον σε τζείνα που λαλεί».

Ενευρίασεν ο Βασίλης. Ήπιεν τον καφέ μονορούφι και επίεν στο τηλέφωνο. Μιλούμεν εξήχασεν να φάει και το βαζανάκι! Έτσι κακόν η δασκάλα!! Να αμφισβητεί το σύστημαν! Επίεν αποφασιστικά το τηλέφωνο τζαι εχαμογέλασεν. Θα εκανόνιζεν καλά την δασκάλα. Πύρκος!

Για όσους εν ηξέρουσιν… Την Τυλληρίας… «Έλα Σαββή? Ο Βάσος…»