
Το είπαμε ξανά. Οι μικροί και ασήμαντοι άνθρωποι (sic) θυμούνται πάντα τις μικρές στιγμές στα μεγάλα γεγονότα του κόσμου τους. Εγώ θυμάμαι ακριβώς τι έκανα όταν έπεφτε το τείχος του Βερολίνου. Ήμουν μπροστά από την τηλεόραση και έτρωγα κεφτεδάκια.
Είχε προηγηθεί η πτώση πολλών τειχών μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Κυριολεκτικά. Η μεγάλη που αδελφή αρραβωνιάστηκε, έμεινε με συναπτές διαδικασίες έγκυος (fertility does not run in the family) και όλα τα σχέδια των φτωχών αλλά πραγματικά τίμιων γονιών μου ανατράπηκαν στη στιγμή. Μετακομίσαμε πάραυτα όλοι μαζί σε ένα μεγαλύτερο σπίτι, προγραμματίζοντας ένας σεμνό και διακριτικό γάμο, περιμένοντας το νέο μωρό να γεννηθεί, ενώ το πατρικό μας σπίτι έπεσε μαχόμενο στα δόντια της μπουλντόζας: Κοντολογίς κατεδαφίσαμε το πατρικό για να μπορέσουμε να κτίσουμε ένα μεγαλύτερο σπίτι για την αδελφή μου και ένα μικρότερο σπίτι για την υπόλοιπη οικογένεια, με πρόνοια φυσικά να κτίσω κι εγώ στον επόμενο όροφο το φτωχικό μου όταν με το καλό θα καλοπαντρευτώ. Ναι, σε κάποια θέματα είμαστε μία παραδοσιακή Κυπριακή φάτνη. Σε κάποια άλλα απέχουμε και απείχαμε μακράν από τα πλούσια ελέη των υπόλοιπων Κυπρίων.
Όπως και πολλά άλλα πράγματα που πήρα στραβά, βαθιά και κατάκαρδα στη ζωή μου, το γκρέμισμα εκείνου του σπιτιού μου στοίχισε απέραντα τότε, λες και είχαν γκρεμίσει μαζί του ολάκαιρη την παιδική ζωή μου. Ίσως και αυτό να έγινε τότε. Ως το μικρότερο, το «απρογραμμάτιστο», το παράξενο παιδί, κανείς δεν σκέφτηκε τότε να ρωτήσει την γνώμη μου για το γκρέμισα του κόσμου μου. Έτσι βρέθηκα εκείνον τον Νοέμβριο του ‘89 μακριά από το παιδικό μου δωμάτιο, μακριά από τις γωνιές του σπιτιού μου, μακριά από τον όμορφο κήπο μου. Μακριά από το τι ήξερα τότε πως ήταν η ζωή.
Την θλίψη μου δεν συμμεριζόταν κανένας. Η μάνα μου είχε βάλει τον πρακτικισμό της πάνω από το συναίσθημα, η αδελφή μου στον έβδομο ουρανό, περίμενε μωρό. Ο νέος γαμβρός βίωνε τη σύγχυση της νέας του πραγματικότητας και ο αδελφός μου ζούσε την ζωή ενός άλλου στον στρατό. Μόνο ο πατέρας μου φαινόταν μαζεμένος στον κόσμο του τότε. Λες και βίωνε μια θλίψη παρόμοια ακριβώς με τη δική μου.
Στην πραγματικότητα για τον πατέρα μου τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Είχε γκρεμιστεί και εκείνου ο κόσμος του. Από τα 12 του δούλευε εργάτης στα εργοστάσια. Στα 15 του ήταν συνδικαλιστής. Έκανε απεργίες, έφαγε και ξύλο, διεκδίκησε λιγάκι δικαιοσύνη στη ζωή. Τι είναι αυτό που σε κάνει τελικά κομμουνιστή? Οι συνθήκες της ζωής? Η αναζήτηση στην ζωή της αγάπης? Η ανάγκη για έναν καλύτερο κόσμο? Ποτέ μου δεν μπόρεσα να τον ρωτήσω. Είναι κάποιες ερωτήσεις που δεν χρειάζεται ποτέ να ειπωθούν και δεν έχει καμία σημασία η απάντηση. Για τον πατέρα μου, όπως και για χιλιάδες άλλους αγνούς ιδεαλιστές, όλα όσα έγιναν την προηγούμενη και εκείνη τη χρονιά ήταν το γκρέμισμα του κόσμου τους. Ενός σωστού ή λάθος κόσμου, εκείνη τη στιγμή δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Και η πτώση του τείχους του Βερολίνου ήταν το αποκορύφωμα. Η τελεία στα λεγόμενα «ατυχή» γεγονότα. Το κερασάκι στο παγωτό της ιδεολογίας του που έλιωνε. Και που το μυαλό του, δύσκολα μπορούσε να συλλάβει στα γιατί.
Την νύχτα που βλέπαμε το τείχος του Βερολίνου να καταρρέει και την χαρά εκείνων των ανθρώπων να ρέει στα πρόσωπα τους, καθόμασταν μαζί με τον μπαμπά μου και τρώγαμε κεφτεδάκια στην τηλεόραση. Και δακρύζαμε και οι δυο σκυμμένοι ο καθείς πάνω από το δικό του πιάτο. Επειδή είχε καταρρεύσει ο κόσμος μας. «Ξέρω μωρό μου, ξέρω το», μου είχε πει εκείνο το βράδυ ο μπαμπάς μου, χαϊδεύοντας μου το κεφάλι και σκουπίζοντας τα μάτια του, κλείνοντας παράλληλα ένα κεφάλαιο στη ζωή και των δύο μας μαζί με την τηλεόραση.