Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Οι μπάμιες του πραξικοπήματος…

Οι γονείς μου, όπως όλοι οι άνθρωποι άλλωστε, έχουν την τάση να θυμούνται ακριβώς τι έκαναν τις μεγάλες στιγμές της ζωής τους. Καλή ώρα την ημέρα του πραξικοπήματος. Η μάμα μου λέει ήταν στην αυλή και καθάριζε μπάμιες, (αλλά γενικά έτσι είναι η μάνα μου, σηκώνεται στις 5 το πρωί ανεξαρτήτως πραξικοπήματος ή όχι) ενώ η παπάς μου κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Όταν χτύπησαν οι σειρήνες να ανακοινώσουν το κακό και όταν ακούστηκε από στόμα σε στόμα στη γειτονιά ο χαλασμός, έτρεξαν και οι δυο να δουν τι θα κάνουν με τα δύο παιδιά τους (την αδελφή και τον αδελφό μου-εγώ ακόμη δεν υπήρχα καν στο προσκήνιο) και έμειναν να τα κοιτάζουν με αγωνία. Η μάμα μου λέει πέρασαν μερικές κρίσιμες στιγμές, αμήχανοι και δακρυσμένοι, κοιτάζοντας τα παιδιά και αναλογιζόμενοι το μέλλον όλων τους, μέχρι που θυμήθηκε τις μπάμιες και έτρεξε στην αυλή να συνεχίσει μηχανικά το καθάρισμα (ως γνωστόν οι μπάμιες πρέπει να καθαριστούν άμεσα και να μπουν σε νερό με ξύδι) ακούγοντας με σπαραγμό ραδιόφωνο, ενώ ο μπαμπάς μου έντυνε τα αδέλφια μου προσπαθώντας να τους εξηγήσει παράλληλα τα ανεξήγητα.


Όταν ο Μακάριος «έπεσε νεκρός» η θεία μου η Λαζαρού, η μικρότερη αδελφή της μάμας μου που έμενε στο διπλανό σπίτι, έβαλε φωνή μεγάλη και έπεσε από το σκαλί της εξώπορτας. Η μάνα μου παράτησε τις μπάμιες να τρέξει να την συνεφέρει ενώ τα αδέλφια μου στρίγκλιζαν πως μαζί με τον Μακάριο πέθανε και η θεία. Κατά τους γονείς μου, παρέμειναν όλοι σιωπηλοί και ανέκφραστοι μέχρι αργά το απόγευμα όπου έμαθαν με ανακούφιση ότι 1) ο Μακάριος δεν ήταν νεκρός (ούτε η θεία η Λαζαρού, την γλίτωσε με ένα καρούμπαλο και ένα μώλωπα στο κεφάλι) και 2) με ανησυχία ότι μυριάδες συγγενών θα αναγκάζονταν να διανυκτερεύσουν σπίτι μας που βρισκόταν σ ένα μικρό προάστιο της Λευκωσίας, επειδή είχε αποκοπεί η διέλευσης προς τα χωριά τους.



«Ήρθε ο θείος ο Αντρίκος, η θεία η Δέσποινα, ο παππούς ο Σωτήρης, η εξαδέλφη η Κούλα, η κουνιάδα του θειου του τατά σου και τα πεθερικά της θείας της Λαζαρούς (η οποία είχε προσφάτως αρραβωνιαστεί με τον Άγιο θείο Τάκη- αλλά αυτή είναι η ιστορία ενός άλλου ποστ).» Και όλοι αυτοί πέραν του που θα κοιμόντουσαν στρωματσάδα ήθελαν κιόλας φαϊ. Η μάνα μου επιστράτευσε τις μπάμιες, έσφαξε μια κότα που τις έδωσε η γειτόνισσα, τηγάνισε ένα κασόνι πατάτες και άνοιξε μια φίζα με χαλούμια που την είχε ακριβοπληρώσει από μια συγγένισσα της στην Πάφο. Ο μπαμπάς αγόρασε 4 καρβέλια ψωμί και για τρεις μέρες έτρωγαν και έπιναν, μνημόσυνο στη δημοκρατία. Όλα αυτά έγιναν την Δευτέρα και μέχρι την Παρασκευή που έφυγαν όλοι η μάνα μου είχε ρέψει από την κούραση… Το Σάββατο το πρωί η μάνα μου ξύπνησε αμέριμνη για να αντικρίσει από το παράθυρο τους Τούρκους αλεξιπτωτιστές: «Ξύπνα και θα έχουμε εισβολή!», είπε στον πατέρα μου με στόμφο, με ένα τόνο διφορούμενο και μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστο περί της σημασίας του!

Τα υπόλοιπα είναι λίγο ως πολύ γνωστά και μάλλον κοινά για όλους. Η μάνα μου αναζήτησε καταφύγιο για τα παιδιά και ο πατέρας μου πήγε στην Κερύνεια για να πολεμήσει. Όλα αυτά μου τα έλεγε προχτές η μάνα μου, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού-που ήταν καλή ώρα μπάμιες. «Μπάμιες καθάριζα και εκείνο το πρωί που πήγαν οι τρισκατάρατοι να σκοτώσουν τον Μακάριο!», μου είπε από την πρώτη μπουκιά με στόμφο και ξεκίνησε να μου διηγείται τα καθέκαστα. «Και καλά ρε μάμα, τόσο κακό εσύ θυμάσαι κυρίως τις μπάμιες?» την ρώτησα μισοθυμωμένη. «Όχι», μου απάντησε με ύφος θιγμένο. «Θυμάμαι εκείνη τη φίζα με τα χαλούμια. Δώδεκα, ακούεις? Δώδεκα σελίνια είχα δώκει στην Μαρουλού και δεν αξιώθηκα να φάω κουτσί!»

10 σχόλια:

Mana είπε...

μέσα στις μεγάλες τραγωδίες υπάρχουν πάντα ανθρώπινες στιγμές. εμείς φύγαμε (έφυγαν δηλαδή) στη δεύτερη εισβολή και η μάνα μου διηγείται την ιστορία ενός θείου που ενώ το χωριό είχε αδειάσει, αυτός πότιζε με νερό το τσιμέντο που είχε κάνει για να κάθονται το καλοκαίρι να δροσίζονται...

Ωραία Ελένη είπε...

@Μάνα, άκουσα πολλές τέτοιες ιστορίες... είναι νομίζω και ο τρόπος των απλών ανθρώπων να αντιδράσουν στο μεγάλο κακό. να πιάνεσε από τα μικρά και τα ευτελή και να μην θυμάσαι τα μεγάλα και τραγικά... εμένα πάντως ειλικρινά η μάμα μου κλαίει ακόμα τα χαλούμια!

Blackbeard είπε...

Πολλά δυνατή ανάμνηση-μικρές τζιαι ανθρώπινες στιγμές μέσα σε κάτι τόσο τρομερό. Ένα βιβλίο που θκιαβάζω τωρά έχει την εξής ατάκα: "The story of war is that of nations. The stories of war are those of individuals".

Το στυλ σου θυμίζει μου λλίο Λατινοαμερικάνους συγγραφείς, που συνδυάζουν τραγωδία με καθημερινότητα τζιαι κωμωδία. Μπράβο...

Ωραία Ελένη είπε...

@Blackbeard μου σε ευχαριστώ. Μου άρεσε πολύ αυτό: "The story of war is that of nations. The stories of war are those of individuals". Η τραγικότητα είναι κομμάτι της ζωής μας... κάποιος περισσότερο κάποιους λιγότερο... και από αυτούς κάποτε πιο πολύ και κάποτε πιο λίγο...

Γιαγιά Αντιγόνη είπε...

Πολύ ωραία αφήγηση.
Και πώς μπορεί ο άνθρωπος και έχει τη δύναμή στο τραγικό να "ξεφεύγει"!!

Pasxalina είπε...

Άσε, οι ιστορίες είναι ατέλειωτες και επί το πλείστον τραγικές. Οι γονείς μου είναι και οι δύο πρόσφυγες και συνειδητοποίησα ότι δεν θα ξεπεράσουν ποτέ το τραύμα της εισβολής. (ούτ' εγώ θα το ξεπερνούσα να σου πω την αλήθεια) Ακόμα τραγικότερο είναι που ξέρουν ότι ποτέ δεν θα δικαιωθούν, αλλά να εξακολουθούν να ελπίζουν.

Aurora είπε...

Όμορφη, πραγματική ιστορία. Από τις πολλές παρόμοιες που κρύβει η χώρα μας και συχνά τις ξεχνάμε.

Ωραία Ελένη είπε...

@ Γιαγιά Αντιγόνη συμφωνώ μαζί σου... ο άνθρωπος πάντα προσπαθεί να ξεφύγει από το τραγικό...

@ Pasxalina μου όντως οι δικοί μας πέρασαν πολλά! Μερικές φορές είναι απίστευτο να σκεφτείς πως έλαβαν μέρος σε πολέμους, έτρεχαν να κρυφτούν από φωτιές και σφαίρες! Είμαστε πολύ τυχεροί εμείς...

@ Aurora μου εέτσι είναι... αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε... τα γλυκόπικρα της μνήμης μας...

DaisyCrazy είπε...

O πατέρας σου γύρισε απ'την Κερύνεια ελπίζω.
Πολύ δυνατή ιστορία, που γίνεται ακόμα πιο δυνατή απ'τις λεπτομέριες που θυμάται η μανούλα σου :)
Λογικό είναι να τις θυμίζουν οι μπάμιες εκείνες τις μέρες.

Ανώνυμος είπε...

Η θεία της μάνας μου, που ζούσε σε χωριό της επαρχίας Κερύνειας, δεν εννοούσε να φύγει πριν πλύνει και το τελευταίο άπλυτο κουταλάκι στη βούρνα της. Τυπική περηφάνεια και αξιοπρέπεια των γυναικών της εποχής εκείνης: μήπως και προσβάλει κανείς τη νοικοκυροσύνη της έστω και υπό συνθήκες εισβολής.