Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Η Κατερίνα- ε π έ σ τ ρ ε ψ ε

Στρουμπουλή, αφράτη, ζυμαρένια. Ένα μωρό. Είπε δεκαοκτώ. Με το ζόρι δεκαεφτά. Με πολύ ζόρι. Άβγαλτη. Σιταρένια. Ένα αρνί, άσπρο μυρωδάτο, έτοιμο για την σφαγή…Την γνωρίσαμε στο πάρτι της Άντρης. Είχε έρθει μαζί με τον Γιάννο. Καλό παιδί ο Γιαννάκης. Χτίστης, Δουλευτής. Εργολάβος. Τέλειωσε το γυμνάσιο μα δεν έκλεισε τα μάτια του, ούτε το μυαλό του. Διαβάζει, ακούει μουσική, αυτομορφώνεται. Τότε πως γίνεται. Ο Γιάννος, με μια Ρωσίδα? Ακόμα χειρότερα, με μία ρωσιδούλα? Μαζί με το μωρό? Το αρνί?



Γνωριστήκανε σε ένα μπαράκι, μου είπε η μικρή. Είχε έρθει μόλις πριν δύο μήνες στην Κύπρο, έμενε με δύο φίλες της. Με αυτές πήγε στο μπαράκι. Ο φίλος του Γιάννου τις πλησίασε. Ο Γιαννάκης ήτανε σοβαρός. Αυτή τον έπιασε στην κουβέντα. Κάτι στα μάτια του. Θλιμμένα μάτια. Σαν του αδελφού της του μεγάλου. Σαν τα μάτια του Σάσα. Τέλος πάντων. Αυτή του έπιασε την κουβέντα. Στα Αγγλικά. Ναι, αυτή δεν μιλά καλά, αλλά αυτός μιλά ακόμα χειρότερα. Σπασμένα… Είναι τίποτε γερό σε αυτές τις καταστάσεις? Να μείνουν τα Αγγλικά? Πάντως κουτσά στραβά συννοηθήκανε. Μιλήσανε. Ούτως η άλλως αυτουνού μετρημένες οι λέξεις του. Το κατάλαβε. Δεν ήθελε πολλά. Ούτε αυτή ήθελε πολλά. Τα βασικά ήθελε. Δικαίωμα στο όνειρο. Ηλεκτρικό ρεύμα για παράδειγμα. Που να μην διακόπτεται. Και τηλεόραση. Ραδιόφωνο. Ωραία ρούχα. Ζεστό κρεβάτι. Καλό φαΐ. Καλή παρέα. «Ανθρώπινα δικαιώματα». Μία δεκαεφτάχρονης. Με το ζόρι. Και καλά, στο χωριό σου, εκεί, δεν τα είχες αυτά? Στο χωριό της, εκεί, όχι, δεν τα είχε αυτά. Ένα χωριουδάκι μια σταλιά. Δίπλα από τη μεγάλη πόλη. Σιβηρία. Πολύ κρύο εκεί. Παγωνιά αφόρητη. Παγωνιά που μπαίνει ολόισια στην ψυχή. Ο αδελφός που έλεγε πριν, ο Σάσα, έτσι είναι η ψυχή του, παγωμένη. Και αυτή πιστεύει, όχι σίγουρα, το ξέρει, ότι φταίει το χιόνι, ο παγωμένος αέρας, το ψύχος. Εργάτης ο αδελφός της, πατέρα δεν έχει, μία μάνα και τρία μικρότερα αδέλφια. Ο Σάσα δεν ήθελε να φύγει. Την ήθελε να μείνει. Η μάνα της όμως την έσπρωξε να πάει μακριά. Να στέλνει και λίγα λεφτά για τα αδέλφια της, 15, 12 και 10 χρονών. Αγόρια τα δύο, το μικρότερο κορίτσι. Να πάει να βρει την τύχη της. Εδώ? Σε τούτον τον τόπο? Εδώ, σε τούτον τον τόπο. Δεν είναι κουτή. Έχει ακούσει τι γίνεται παντού στην Ευρώπη. Κάτσανε με την μάνα της και τα συζητήσαμε. Η Κύπρος, τόπος μικρός, κλίμα ζεστό, βαριά καλοκαίρια. Στους μικρούς τόπους οι άνθρωποι είναι καλύτεροι είπε η μάνα της. Και το αποφασίσανε. Μαζί το αποφασίσανε. Τα κανονίσανε μόνες. Όλα. Του Σάσα του τα είπε όλα δέκα λεπτά πριν φύγει. Του είπε φεύγω! Πηγαίνω στην Κύπρο. Είναι τόπος μικρός, με ανθρώπους καλούς, με βαριά καλοκαίρια. Βαρέθηκα το κρύο. Κι επειδή αυτός δεν της μίλησε, μόνο την κοίταζε με τα θλιμμένα γαλάζια του μάτια, μάτια ενός μωρούς σε σώμα αρκούδας, 1,90 ύψος παλικάρι, του φώναξε ότι είναι για αυτό ακριβώς που φεύγει, επειδή δεν αντέχει, δεν θέλει, να γίνει σαν εσένα, θλιμμένε, γιγαντόσωμε Σάσα με τον πάγο στην ψυχή θέλει να φύγει να ζήσει την ζωή της. Να δουλέψει να δει άλλους τόπους, να στείλει λεφτά στα παιδιά! Κυρίως Δ ε θ έ λ ε ι ν α γ ί ν ε ι σ αν ε σ έ ν α Σ ά σα!!! Το καταλαβαίνεις? Δεν θέλω να γίνω σαν εσένα γαμώτο! Θέλω να ζήσω. Αυτά του είπε του Σάσα, θυμωμένα. Και έφυγε. Ούτε γεια δεν του είπε. Ύστερα δηλαδή μετάνιωσε, τώρα σκέφτεται να κάτσει επιτέλους να του γράψει ένα γράμμα, να του εξηγήσει… Να του πει ακριβώς τι γίνετε. Με τη μάνα της μιλήσανε στο τηλέφωνο αλλά του Σάσα θέλει να του γράψει. Μόνο έτσι καταλαβαίνει αυτός, αν καταλάβει ποτέ του… Τέλος πάντων. Τώρα ψάχνει για δουλειά ασφαλώς, τα λίγα λεφτουδάκια που έφερε μαζί της πετάξανε, οι φίλες άρχισαν την μουρμούρα… Σκέφτεται λίγο τι να κάνει. Η Ρουσλάνα επιμένει να την πάει μαζί της εκεί που δουλεύει, καλό μαγαζί. Της λέει να πάει στην αρχή να κάνει την σερβιτόρα, στους Κύπριους άντρες αρέσουν οι μικρές ξανθές ρωσίδες. Έτσι είπε η Ρουσλάνα. Μετά βλέποντας και κάνοντας. Αν της αρέσει συνεχίζει. Κάτι για χορό της ανέφερε, κάτι για μπαλέτα, αλλά αυτή δεν ξέρει, δεν νομίζει, με τον χορό ποτέ δεν είχε πολλά πολλά. Αν και η εδώ που τα λέμε ούτε η Ρουσλάνα είχε πολλά πολλά και την βλέπεις τώρα κάτι λεφτά που χτυπά με τους χορούς και τα μπαλέτα. Την ξέρει καλά αυτά τη Ρουσλάνα? Είναι φίλη της, την εμπιστεύεται? Όχι καλά δεν την ξέρει, φίλη της φίλης της είναι, κι αυτή δηλαδή ψιλοχωριανή, ένας άνθρωπος από τον οποίο πιάστηκε όταν ήρθε, ένα γνώριμο μονοπάτι, δύο λέξεις στην γλώσσα της. Καλή η ψιλοχωριανή, μιλάνε για το χωριό, μιλάνε και για το Σάσα. Πάντα το ήξερα της λέει, ότι εσύ θα έφευγες, δεν ήσουν σαν του άλλους, την μάνα σου και το Σάσα, δεν είχες ποτέ τόσο θλιμμένα μάτια. Καλή η ψιλοχωριανή. Ένα μονοπάτι γνώριμο, στην γλώσσα της, όχι σαν αυτή τη Ρουσλάνα που βρωμάει το χνώτο της τσιγάρα και αλκοόλ. Που βρωμάει απελπισία και φόβο. Δεν της αρέσει τελικά αυτή η Ρουσλάνα, μπορεί να την φοβάται και λίγο. Τις προάλλες που γύρισε με χείλη ματωμένα, με το μάτι πρησμένο, στις τρεις το πρωί, ξύπνησε να πιει νερό και την είδε καταματωμένη να κάθεται στον μικρό καναπέ και να κλαίει. Να κλαίει παράξενα, ανέκφραστα, μόνο τα μάτια της έτρεχαν έτρεχαν, βουβό απαίσιο θέαμα. Τι έχει Ρουσλάνα, τι έπαθες? Έπεσες, χτύπησες? Έπεσα, χτύπησα. Φύγε από εδώ. Δεν θέλω να βλέπω κανένα. Τι θες κι εσύ, τι θέλετε όλοι από τη ζωή μου? Γιατί με κοιτάζεις έτσι? Νομίζεις δεν υπήρξα κι εγώ εσύ? Ένα ζυμαρένιο μωρό. Μία αθώα. Γύρε, φύγε, αλλά φύγε. Πήγαινε πίσω στη μάνα σου, στο χαμένο χωριό, πήγαινε πίσω στον αδελφό σου, πήγαινε πίσω στον Σάσα ε π έ σ τ ρ ε ψ ε! Φύγε να γλιτώσεις και ίσως τα καταφέρεις να μην γίνει σαν εμένα. Παράξενη κοπέλα. Το πρωί πάλι δεν μιλιόταν. Η ψιλοχωριανή της έβαλε αμίλητη πάγο και αλοιφή στα βλέφαρα κι αυτή δεν μίλαγε. Δεν ξέρει τελικά τι να κάνει μαζί τους. Θέλει να φύγει αλλά δεν ξέρει να πάει που. Λέει να το συζητήσει λιγάκι με τον Γιάννο αυτό, δεν ξέρει θα δει. Στο κάτω κάτω δεν είναι μωρό. Δεν είναι μωρό. Όχι, δεν είναι μωρό, και μην την κοιτάζεις σε παρακαλώ έτσι γιατί εκνευρίζεται. Νέα, ναι, είναι νέα, αλλά δεν είναι μωρό. Εσύ δηλαδή που κοιτάζεις έτσι πόσο είσαι? Πόσο νομίζεις? 25? Βάλε άλλα πάντα. Τριάντα. Τριάντα? Τριάντα? Άρα εσύ κοντά μου, είσαι μωρό. Στρουμπουλή, αφράτη, ζυμαρένια. Ένα μωρό. Λες δεκαοκτώ. Με το ζόρι δεκαεφτά. Με πολύ ζόρι. Άβγαλτη. Σιταρένια. Ένα αρνί, άσπρο μυρωδάτο, έτοιμο για την σφαγή…Να φύγεις. Φύγε από αυτό τον τόπο, τόπος μικρός, κλίμα ζεστό, βαριά δύσοσμα καλοκαίρια. Φύγε να γλιτώσεις. Δεν ξέρεις τι σε περιμένει. Φύγε. Ε π έ σ τ ρ ε ψ ε! Να επιστρέψω που? Δεν ξέρεις εσύ, δεν είδες, μην μιλά. Δεν ξέρεις πως είναι. Χωρίς ήλιο, χωρίς αγάπη, χωρίς όνειρα. Θέλω να ζήσω. Χριστέ μου. Ανόητο. Χαζό κορίτσι. Αυτός είναι ο αριθμός μου. Τηλεφώνησε μου όταν μπλέξεις. Δεν θα μπλέξω. Τηλεφώνησε μου. όταν θα νοιώσεις πως ήρθε η ώρα να επιστρέψεις. ε π έ σ τ ρ ε ψ ε.

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

Τα αγοράκια που φιλούν γοργόνες…

Σπάνια τα γραπτά κάποιων ανθρώπων σου μένουν τόσο στην καρδιά και σου τριβελίζουν το μυαλό για μέρες. Ακλουθώντας το παράδειγμα του φίλου Στροβολιότη αναδημοσιεύω κι εγώ το ρεπορτάζ της Κατερίνας Ηλιάδη από την εφημερίδα Αλήθεια. Κατερίνα μπράβο σου. Δεν έχω λόγια για το αγοράκι που πάει στο γιαλό και φιλάει γοργόνες…



ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΡΙΖΟΚΑΡΠΑΣΟΥ

Της Κατερίνας Ηλιάδη

«Ταξίδευες κυνηγημένη από την μοίρα σου για την καταπράσινη μα πένθιμη Καρπασία»*

- Τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου;

- Πανίκκος: Κουελλάρης.

Ιωσήφ: Τζιαί μένα εν κουελλάρης, αλλά όμως εν τζιαί ψαράς.

- Και πως περνάτε τις μέρες σας εδώ, τώρα που είναι και διακοπές;

- Πανίκος: Γυρίζουμε ούλλη μέρα. Παίζουμε. Την Κυριακή πάω εκκλησιά.

- Ιωσήφ: Εγιώ εν πάω, βαρκούμαι.

- Πανίκος: Πάει στο γιαλό.

- Και τι κάνεις στο γιαλό;

- Ιωσήφ: Βρίσκω γοργόνες τζιαί φιλώ τες.

Τα παιδιά στην Καρπασία μιλούν μόνον για τις αίγιες του παπά τους, τις κουέλλες, το σιτάρι και το κριθάρι, τον γιαλό και τα ψάρια, και τα Τουρκούθκια, τους φίλους τους, που παίζουν μαζί όλη μέρα στις αλάνες και τα χωράφια.

- Κορίτσια δεν έχετε στην παρέα σας;

- Ιωσήφ: Να σου πω ποιαν αγαπώ;

- Να μου πεις ποιαν αγαπάς.

Ιωσήφ: Την Γιασεμί και την Χουτνούν. Αλλά εννά παντρευτώ την Γιασεμί.

Πανίκκος: Εμένα βουρούν με που πίσω οι Τουρκούες να με δέρουν.

Ο Ιωσήφ, με δυο τεράστια υγρά μάτια κάρβουνο που βγάζουν σπίθες, έτρεχε πάνω κάτω με το φίλο του, 6 – 7 χρόνων και οι δύο, ανεβοκατέβαιναν στα κάγκελα του σχολείου τους και περιέγραφαν το όνειρο τους να πετάξουν, όχι μακριά όμως, πάνω που το χωριό τους και τη θάλασσα τους. Είναι όλα δικά τους. Όλα τα πράγματα που απολαμβάνουν τα συνοδεύουν με το κτητικό «μου» -ω τραγική ειρωνεία- υπό τη διακριτική πλέον παρουσία των αστυνομικών του «κράτους» των κατεχομένων. Οι μεγαλύτεροι ξεχνιόνται όλο και πιο συχνά πια: η «κυβέρνηση» μας ποδά έτσι, η «κυβέρνηση» μας ποδά άλλως πως.

Ακριβώς την ίδια ώρα που στο Πανηγύρι της Χαράς και της Αγάπης, στον περίβολο του Γυμνασίου Ριζοκαρπάσου, ο ένας πολιτικός (σαν τους ανθρωπολόγους που επισκέπτονται ιθαγενείς) μετά τον άλλο διάβαζαν λόγους, πολλά λόγια, πάρα πολλά μπλα μπλα μπλα, για τους ζωντανούς ήρωες της μαρτυρικής Καρπασίας -εκτός τόπου και χρόνου ψηφοθηρικές ομιλίες- στην περιφέρεια της εκδήλωσης ξεδιπλωνόταν όλη η τραγική αλήθεια του Κυπριακού. Μόνο ο ποιητής, ο Χατζιήπαπας, είχε κάτι να πει – μίλησε για τα λίγα πηγάδια του τόπου μας που στέρεψαν και ξερνούν τα κόκαλα της Κύπρου μας.

Όσο πλαταίνουν οι δρόμοι στα κατεχόμενα τόσο στενεύουν τα περιθώρια επίλυσης του Κυπριακού. Η Καρπασία μοιράζεται στα δύο. Είναι συγκλονιστικό αυτό που συμβαίνει. Μια τεράστια λεωφόρος σχίζει την καρδιά της χερσονήσου. Οι επενδύσεις στα κατεχόμενα μεταφέρονται σε εκείνη τη στενή λωρίδα γης που λούζεται στη Μεσόγειο και πολύ πιο σύντομα, απ’ ότι προβλέπουν οι διορατικοί πολιτικοί του μακροχρόνιου αγώνα, θα μεταμορφωθεί σε ένα πλωτό Λας Βέγκας. Ξεχάστε (και) το Καρπάσι που ξέραμε.

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ ΚΑΡΠΑΣΙΑ

Ο τόπος εν ο άνθρωπος

ΓΡΑΦΕΙ Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΗΛΙΑΔΗ

kateliadi@gmail.com

Το Πανηγύρι της Χαράς και της Αγάπης που διοργάνωσε το Γυμνάσιο του κατεχόμενου Ριζοκαρπάσου με τη στήριξη κάποιων ευαίσθητων μονάδων -αφανών πατριωτών που νοιάζονται πραγματικά για την επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού στην Καρπασία- αποτέλεσε μια από τις σπάνιες ευκαιρίες που έχουν οι εγκλωβισμένοι για έξοδο. Η ζωή τους όλη είναι για τις γυναίκες το σπίτι και για τους άντρες σπίτι – μάντρα ή σπίτι – χωράφι και κάποιες φορές το καφενείο. Οι τελευταίοι εγκλωβισμένοι της Καρπασίας αντιμετωπίζονται σήμερα από τους πολιτικούς, περίπου σαν ζωντανό μουσειακό κομμάτι της αγροτικής Κύπρου του ’60 που ακολουθεί τη φυσική του πορεία: χάνεται μαζί με την χερσόνησο. Όσον για τη νεολαία, τα κορίτσια ονειρεύονται να σπουδάσουν, φεύγουν για να πραγματοποιήσουν τα όνειρα τους και δεν επιστρέφουν ποτέ. Τα αγόρια, όσα μείνουν, γίνονται κτηνοτρόφοι και αγρότες.

- Γιατί δεν παντρεύτηκες μέχρι τώρα;

- Εν έσιει γεναίτζιες. Φεύφκουν.

- Δεν σκέφτεσαι το ενδεχόμενο να παντρευτείς κάποιαν απ’ εδώ;

- Μα Τουρκούα; Τζιαι ύστερα να λαλείτε τα λόγια σας;

Από τον βολικό καναπέ μας στο air condition του σπιτιού μας στις ασφαλείς ελεύθερες περιοχές, τα λόγια είναι εύκολα.

Οι νεαροί εκεί έχουν όλοι παράπονο. Τα τελευταία χρόνια, οι εκάστοτε κυβερνώντες τους τάζουν ότι θα τους στηρίξουν οικονομικά, θα τους στείλουν μηχανήματα, ώστε να μπορούν να καλλιεργούν τα χωράφια τους και να συντηρούν τα ζώα τους, για να μπορέσουν να κρατήσουν τα κορίτσια στο χωριό, να κάμουν οικογένειες, να γεννήσουν παιδιά, να υπάρξει η συνέχεια τους στην Καρπασία. Μόνον λόγια, ομιλίες πολλές, υποσχέσεις και συγκαταβατικά κτυπήματα στον ώμο παίρνουν. Τίποτα ουσιαστικό μέχρι στιγμής, λένε. Όλοι.

Η γιαγιά η Λούλλα, 82 χρόνων, στο τριήμερο Πανηγύρι της Χαράς και της Αγάπης (18 – 20 Ιουνίου), έφτιαχνε μακαρόνια: «Κάμνω μακαρούνια, λαλούν τα κορασιές. Είναι λεπτά και μακριά σαν τις κορασιές της Καρπασίας».

Στα αριστερά της, η συντοπίτισσα της έφτιαχνε χαλλούμια από γάλα που γάλεψε από τα ζώα του κοπαδιού της. Στα δεξιά, η άλλη συντοπίτισσα της έδειχνε τα κεντήματα της με τα κουκούλια από μεταξοσκώληκες που αναγιώνει στην αυλή του σπιτιού της ταΐζοντας τους φύλλα της συκαμινιάς της δικής της.

- Αφού είσαι μόνη σου, γιατί γιαγιά δεν πας στις ελεύθερες περιοχές κοντά στα παιδιά σου;

- Εγιώ κόρη μου ήμουν μια φτωσιή γεναίκα. Εγιώ τζιαι ο άντρας μου εδουλεύκαμε πέντε σελίνια μεροκάματο. Εδουλεύκαμεν μέρα νύχτα, εκάμαμεν το σπίτι μας, τζιαι να το βαώσω τωρά τζιαι να πω του Τούρκου ορίστε έλα το κλειδί, τζιαι εγιώ εννά φύω μακριά; Όι, αποκλείεται. Μπορεί να είμαι τέλεια μόνη μου, έσιει 13 γρόνια που πέθανε ο άντρας μου, δεν έχω γείτο ούτε Τούρκο ούτε γριστιανόν, αλλά δαμαί εννά πεθάνω. Δεν πάω πούποτες.

- Ερίζωσες δακάτω…

- Ο τόπος εν ο άνθρωπος τζιαι ο άνθρωπος φκάλλει ρίζες, κόρη μου, έξερετο.

Στην Αγία Τριάδα ακόμα περιμένουν τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο να υλοποιήσει την υπόσχεση του. Να κανονίσει να πηγαίνει ιερέας συχνά και να λειτουργεί την εκκλησιά τους. «Είμαστε ακόμα δίχας Πάσκα, δίχας Χριστούγεννα. Κάμετε κάτι. Ούλλοι τάσσου μας, αλλά ξεχάνουν όταν παν πίσω. Εν θέλουν να ακούγεται το Πάτερ Ημών στην Αγία Τριάδα, αρέσκει τους ο χότζιας;». Αυτά είπε ηλικιωμένος εγκλωβισμένος και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα…

Αιμορραγεί η Καρπασία

Την Καρπασία σχίζει στα δύο ένας τεράστιος δρόμος. Βγάζει αίμα ο τόπος, πραγματικά. Όσοι την πρόλαβαν με τον στενό επαρχιακό δρόμο, πρόλαβαν. Οι υπόλοιποι θα δούνε κάτι άλλο από δω και πέρα. Δεν είναι ίδιο το τοπίο με τη σύγχρονη λεωφόρο στα σωθικά του. Φέτος η χερσόνησος είναι καταπράσινη και μοσχοβολά. Οι βροχές την ζωντάνεψαν. Οι εσκσαφείς, όμως, δουλεύουν μέρα νύχτα για να μετατρέψουν το μέρος σε κοσμοπολίτικο τουριστικό θέρετρο (μαρίνα, 16 ξενοδοχεία – καζίνο, 52.000 κλίνες). Σηκώνουν τόνους σκόνη. Όπως τη σκόνη που σηκώνουν οι πολιτικοί στις ελεύθερες περιοχές κάθε μέρα που μιλάνε γι αυτούς που φυλάνε Θερμοπύλες, αλλά δίνουν τις ομιλίες τους να τις διαβάσουν άλλοι. Δυόμισι – τρεις ώρες οδικώς, μέσα στη ζέστα του Πρωτογιούνη. Δεν βαριέσαι…

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Οι μπάμιες του πραξικοπήματος…

Οι γονείς μου, όπως όλοι οι άνθρωποι άλλωστε, έχουν την τάση να θυμούνται ακριβώς τι έκαναν τις μεγάλες στιγμές της ζωής τους. Καλή ώρα την ημέρα του πραξικοπήματος. Η μάμα μου λέει ήταν στην αυλή και καθάριζε μπάμιες, (αλλά γενικά έτσι είναι η μάνα μου, σηκώνεται στις 5 το πρωί ανεξαρτήτως πραξικοπήματος ή όχι) ενώ η παπάς μου κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Όταν χτύπησαν οι σειρήνες να ανακοινώσουν το κακό και όταν ακούστηκε από στόμα σε στόμα στη γειτονιά ο χαλασμός, έτρεξαν και οι δυο να δουν τι θα κάνουν με τα δύο παιδιά τους (την αδελφή και τον αδελφό μου-εγώ ακόμη δεν υπήρχα καν στο προσκήνιο) και έμειναν να τα κοιτάζουν με αγωνία. Η μάμα μου λέει πέρασαν μερικές κρίσιμες στιγμές, αμήχανοι και δακρυσμένοι, κοιτάζοντας τα παιδιά και αναλογιζόμενοι το μέλλον όλων τους, μέχρι που θυμήθηκε τις μπάμιες και έτρεξε στην αυλή να συνεχίσει μηχανικά το καθάρισμα (ως γνωστόν οι μπάμιες πρέπει να καθαριστούν άμεσα και να μπουν σε νερό με ξύδι) ακούγοντας με σπαραγμό ραδιόφωνο, ενώ ο μπαμπάς μου έντυνε τα αδέλφια μου προσπαθώντας να τους εξηγήσει παράλληλα τα ανεξήγητα.


Όταν ο Μακάριος «έπεσε νεκρός» η θεία μου η Λαζαρού, η μικρότερη αδελφή της μάμας μου που έμενε στο διπλανό σπίτι, έβαλε φωνή μεγάλη και έπεσε από το σκαλί της εξώπορτας. Η μάνα μου παράτησε τις μπάμιες να τρέξει να την συνεφέρει ενώ τα αδέλφια μου στρίγκλιζαν πως μαζί με τον Μακάριο πέθανε και η θεία. Κατά τους γονείς μου, παρέμειναν όλοι σιωπηλοί και ανέκφραστοι μέχρι αργά το απόγευμα όπου έμαθαν με ανακούφιση ότι 1) ο Μακάριος δεν ήταν νεκρός (ούτε η θεία η Λαζαρού, την γλίτωσε με ένα καρούμπαλο και ένα μώλωπα στο κεφάλι) και 2) με ανησυχία ότι μυριάδες συγγενών θα αναγκάζονταν να διανυκτερεύσουν σπίτι μας που βρισκόταν σ ένα μικρό προάστιο της Λευκωσίας, επειδή είχε αποκοπεί η διέλευσης προς τα χωριά τους.



«Ήρθε ο θείος ο Αντρίκος, η θεία η Δέσποινα, ο παππούς ο Σωτήρης, η εξαδέλφη η Κούλα, η κουνιάδα του θειου του τατά σου και τα πεθερικά της θείας της Λαζαρούς (η οποία είχε προσφάτως αρραβωνιαστεί με τον Άγιο θείο Τάκη- αλλά αυτή είναι η ιστορία ενός άλλου ποστ).» Και όλοι αυτοί πέραν του που θα κοιμόντουσαν στρωματσάδα ήθελαν κιόλας φαϊ. Η μάνα μου επιστράτευσε τις μπάμιες, έσφαξε μια κότα που τις έδωσε η γειτόνισσα, τηγάνισε ένα κασόνι πατάτες και άνοιξε μια φίζα με χαλούμια που την είχε ακριβοπληρώσει από μια συγγένισσα της στην Πάφο. Ο μπαμπάς αγόρασε 4 καρβέλια ψωμί και για τρεις μέρες έτρωγαν και έπιναν, μνημόσυνο στη δημοκρατία. Όλα αυτά έγιναν την Δευτέρα και μέχρι την Παρασκευή που έφυγαν όλοι η μάνα μου είχε ρέψει από την κούραση… Το Σάββατο το πρωί η μάνα μου ξύπνησε αμέριμνη για να αντικρίσει από το παράθυρο τους Τούρκους αλεξιπτωτιστές: «Ξύπνα και θα έχουμε εισβολή!», είπε στον πατέρα μου με στόμφο, με ένα τόνο διφορούμενο και μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστο περί της σημασίας του!

Τα υπόλοιπα είναι λίγο ως πολύ γνωστά και μάλλον κοινά για όλους. Η μάνα μου αναζήτησε καταφύγιο για τα παιδιά και ο πατέρας μου πήγε στην Κερύνεια για να πολεμήσει. Όλα αυτά μου τα έλεγε προχτές η μάνα μου, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού-που ήταν καλή ώρα μπάμιες. «Μπάμιες καθάριζα και εκείνο το πρωί που πήγαν οι τρισκατάρατοι να σκοτώσουν τον Μακάριο!», μου είπε από την πρώτη μπουκιά με στόμφο και ξεκίνησε να μου διηγείται τα καθέκαστα. «Και καλά ρε μάμα, τόσο κακό εσύ θυμάσαι κυρίως τις μπάμιες?» την ρώτησα μισοθυμωμένη. «Όχι», μου απάντησε με ύφος θιγμένο. «Θυμάμαι εκείνη τη φίζα με τα χαλούμια. Δώδεκα, ακούεις? Δώδεκα σελίνια είχα δώκει στην Μαρουλού και δεν αξιώθηκα να φάω κουτσί!»

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Το τέλος των μικρών μας φόβων…

Όταν ήμουνα παιδάκι υπνοβατούσα. Σηκωνόμουν την νύχτα, γύρω στις τρεις το ξημέρωμα και έκοβα βόλτες στο σπίτι. Ακολουθούσα πάντα την ίδια διαδρομή. Πήγαινα από το δωμάτιο μου στην κουζίνα, μετά στο σαλόνι για να επιστρέψω ξανά στην καρέκλα κοντά στο κρεβάτι μου στην οποία μπορούσα να κάτσω ως το πρωί-αν δεν με ανακάλυπταν οι γονείς μου να με βάλουν ήσυχα-ήσυχα στο κρεβάτι μου. Η μάνα μου λέει πως ήταν μία εικόνα λιγότερο χαριτωμένη και περισσότερο τρομακτική. Και πως την τρόμαζε το ανέκφραστο μου πρόσωπο που τριγυρνούσε τις νύχτες στο σπίτι.



«Το μωρό κάτι σοβαρό έχει», έλεγε στον παπά μου και τον κοιτούσε με ανησυχία κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι… Ο προοδευτικός παπάς μου, όμως, που αγαπούσε και πίστευε πάντα την επιστήμη, της έλεγε να μην ανησυχεί. Ακόμα και εκείνη την σχετικά μακρινή (αχέμ) εποχή που ήμουν εγώ πέντε χρονών υπήρχαν μελέτες που έλεγαν πως η παιδική υπνοβασία δεν είναι κάτι τόσο παράξενο, πως συμβαίνει στο 10% των παιδιών και πως περνά σύντομα. «Είναι που έχει μεγάλη φαντασία», της έλεγε ο παπάς μου, «μας το είπε και ο γιατρός». Ωστόσο, η μάνα μου, μου σύγχυζε την φαντασία με τα φαντάσματα δεν πίστευε τον γιατρό και τον παπά μου και μια μέρα αποφάσισε πως έπρεπε να αναλάβει δράση και κοινώς να με αναλάβει η γιαγιά η Δεσποινού!



Η γιαγιά η Δεσποινού ήταν ότι πιο κοντινό σε μάγισσα είχαμε στην περιοχή. Το σπίτι της ήταν λίγο σαν χαλαμάντουρο και στην αυλή της έβοσκαν κότες. Το έζωναν ψηλά αγριόχορτα και είχε και κάτι παράξενα δέντρα σαν αγριομηλιές. Τα αγόρια της εποχής έβαλαν στοίχημα πως τολμούσαν να μπουν στην αυλή, να της κόψουν τα μήλα για να παίξουν δωρεάν ποδοσφαιράκι. Συνήθως έμπαινε αυτός που έχανε το στοίχημα και μετά είχε εφιάλτες για μέρες! Η ίδια φορούσε μαύρα χειμώνα καλοκαίρι και έδινε το κεφάλι της με ένα παράξενο λιλά μαντήλι που της το έφεραν από τον Άγιο τάφο. Επειδή, όπως μου είπε με στόμφο η μάνα μου, ήταν και χατζήνα. «Σπουδαία γενέκα!». Η μάνα μου την σεβόταν και την φοβόταν λιγάκι επειδή ήξερε να λέει τον καφέ καλύτερα από την ίδια και επειδή έφτιαχνε καταπληκτικό γλυκό καρυδάκι. Ήξερε από ασθένειες του πνεύματος και της ψυχής και της γιάτρευε όλες… Σε πρακτικό επίπεδο, η γιαγιά η Δεσποινού ήταν παλιά μαμή, βοηθούσε στις γέννες, ήταν εμπειρική νοσοκόμα και ήξερε να σε ξεμαθκιάζει. Ήξερε επίσης το μαγικό να σου φεύγει το φόβον… Και είναι για αυτό που η μάμα μου αποφάσισε να με πάρει κοντά της… Και φυσικά όλα αυτά μυστικά από τον ορθολογιστή παπά μου ο οποίος θα της απαγόρευε να με μπλέξει με τσαρλατανιές.



Αμ δε! Ένα απόγευμα η μάμα μου με έντυσε με τα καλά μου και μου είπε να πάμε ένα περίπατο στην περιοχή. Μου αγόρασε και παγωτό από την κα Καλλού για να με ξεγελάσει! Χωρίς καλά καλά να το καταλάβω με παρέσυρε στην γειτονιά της γιαγιάς της Δεσποινούς και με τρόμο κατάλαβα πως θα έπαιρνε στο σπίτι της! «Δεν πάω μέσα!» ούρλιαζα ρίχνοντας κάτω το παγωτό αλλά η μάμα μου με έστησε στα πόδια μου, γονάτισε στον δρόμο και μου είπε σοβαρά πως αν μάθαινε η γειτονιά πως υπνοβατώ δεν θα μπορούσα να βρω στο μέλλον γαμπρό. «Να πάρουμε γαμπρό από την άλλη γειτονιά!», έκλαιγα εγώ. «Δεν γίνετε!», επέμενε η μάμα μου. «Θα το πω του παπά!», την απείλησα. «Αν το πεις του παπά θα σε δέρω!», μου είπε με σαφείς παιδαγωγικές μεθόδους. Με τα πολλά με κουβάλησε μέσα για να γίνει η τελετουργία της απομάκρυνσης του φόβου… και είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ!



Η γιαγιά Δεσποινού, που ήταν ειδοποιημένη για την άφιξη μας από τη δική μου γιαγιά, μας δέχτηκε στην μικρή πίσω αυλή «μακριά που τα μάτια του κόσμου». Εκεί έχασκε μια μικρή φωτιά σε μία αυτοσχέδια εστία και γύρω της υπήρχε μια τσίγκινη λεκάνη με αλάρμη, ένας τσίγκος από αλουμίνιο που κάναμε παλιά της καπήρες και φύλλα ελιάς. Η Δεσποινού έβαλε το αλουμίνιου ανάποδα στην φωτιά και έριξε πάνω την αλάρμη για να σχηματιστούν σχέδια με το άλας. Μέχρι να γίνει το σχήμα με πήρε από το χέρι και κάναμε μαζί τρεις φορές τον γύρο της φωτιάς, ενώ αυτή μουρμούριζε μια αρχαία προσευχή. Μετά με έβαλε να πηδήξω μόνη πάνω από την φωτιά και στη συνέχεια γύρισε τον αμίαντο. Εκεί βρισκόμουν εγώ, ζωγραφισμένη από το αλάτι, στην καρέκλα του δωματίου μου με ορθάνοιχτα μάτια το βράδυ. Τουλάχιστον έτσι μας είπε η Δεσποινού. Η μάμα μου κατένευσε. Η φόβος είχε φύγει από το κορμί μου. Στην συνέχεια δεν θυμάμαι καλά καλά τι έγινε… Φύγαμε και στο κατόπιν μας η Δεσποινού έδειρε πίσω μας το αλμυρό νερό. Τον φόβο μου είπε αργότερα η μάμα μου τον πήρε μαζί της η γης και δεν θα μου επέστρεφε ποτέ.



Την νύχτα η μάμα μου έκανε με τον παπά μου τρικούβερτο καυγά επειδή ο τελευταίος δεν συμφωνούσε με τις θεραπευτικές της μεθόδους. Η μάμα μου έκανε να του μιλήσει δυο μέρες που την αμφισβήτησε. Σε κάθε περίπτωση σταμάτησα να υπνοβατώ από το ίδιο βράδυ. Το κακό κόπηκε μαχαίρι. Το πήρε η γης με το αλμυρό νερό ή το σοκ από τον φόβο που μου προξένησε η Δεσποινού. Συνεχίσω ωστόσο σε αυτή την τρυφερή ηλικία να έχω μικρές διαταραχές στον ύπνο μου.

Αλλά αυτό είναι θέμα μιας άλλης ιστορίας…

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Λάθος αποφάσεις

Ο παπάς μου αποφάσισε πριν από λίγες μέρες να συνταξιοδοτηθεί. Είναι πια 70 χρονών, παίρνει την σύνταξη του, έχει κουραστεί να δουλεύει από 13 χρονών παιδί. Όπως το έθεσε η μάνα μου, «Ήρτε η ώρα και για τον παπά να πνάσει».



Ο παπάς μου δούλευε από παιδί σε εργοστάσια που κατασκεύαζαν παπούτσια. Ήταν από τους παλιούς, τους παραδοσιακούς του «κόφτες». Χρησιμοποιούσε δηλαδή ειδικές μεταλλικές φόρμες για να κόβει σε σχέδια το δέρμα για τα παπούτσια. Η δουλειά αυτή ήθελε σταθερό χέρι, καλή γνώση των δερμάτων, επίγνωση της φόρμουλας του παπουτσιού που θα κατασκευαζόταν. Ο παπάς μου ήταν πολύ καλός. Την τέχνη του αυτή, του την είχε διδάξει ο παππούς ο Κώστας ο Ψαράς. Ο παππούς αυτός, ένας λεβεντάνθρωπος 190, με μεγάλη καρδιά και χόμπι το ψάρεμα, ήταν αυτός που μύησε τον παπά μου και στα συνδικαλιστικά, και στα κομμουνιστικά και στα Ακελικά -αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Ο παπάς μου αγαπούσε πολύ τον Κώστα τον Ψαρά και έλεγε πάντα πως είναι ευτύχημα που ο παππούς αυτός δεν έφτασε την μεγάλη καταστροφή του κλάδου, το κλείσιμο των εργοστασίων, το ξεπούλημα της βιομηχανίας υπόδησης στην Κύπρο, το κλείσιμο σημαντικών εργοστασίων, όπως το Άριστον, ή η Κυπριακή εταιρεία.

Ο παπάς μου δυστυχώς δεν στάθηκε τόσο τυχερός και στα 55 του έμελε να βρεθεί χωρίς δουλειά. Πιστεύω πως αυτή ήταν μία από τις δυσκολότερες στιγμές της ζωής των γονιών μου, επειδή ο δυνατός, ήρεμος και σταθερός παπά μου, που συνήθως στηρίζει και καλμάρει την αγχωτική μου μάμα, βρέθηκε μετέωρος, ένοιωθε άχρηστος και λιγοστός. Δυστυχώς ο συνδικαλιστικός κόσμος δεν βρέθηκε τότε καθόλου δίπλα του -είτε επειδή δεν μπορούσε, είτε επειδή δεν προσπάθησε αρκετά να τον βοηθήσει. Θυμάμαι πως ο παπάς μου έχασε τότε, πέραν από την αξιοπρέπεια που του έδινε πάντα η δουλειά του, λιγάκι και την πίστη του στους άλλους ανθρώπους. Αλλά ευτυχώς αυτά πέρασαν. Ο παπάς μου μετά από επίπονη περίοδο αβεβαιότητας και αγωνίας, που κράτησε σχεδόν δύο δύσκολα χρόνια, βρήκε μια δουλειά βοηθού ταμεία σε μία από τις μεγάλες υπεραγορές της Λευκωσίας. Δουλειά απλή και αξιοπρεπή, που τον βοήθησε πολύ να συνέλθει. Είναι αυτή τη δουλειά που έχει 12 χρόνια τώρα και αυτήν που σκέφτεται να εγκαταλείψει.

«Και γιατί θέλεις να σταματήσεις να δουλεύεις?», τον ρώτησα χθες εγώ καθώς πίναμε το καφεδάκι μας στην αυλή του πατρικού μου. «Κουράστηκα λιγάκι», μου είπε. «Θέλω να περνώ παραπάνω χρόνο με την μάμα σου». Τον κοίταξα με αγάπη και κούνησα με αμφιβολία με το κεφάλι μου. Παραπάνω χρόνος με την μάμα μου. Χμ! Του είπα να μην πάρει βιαστικές αποφάσεις, να πάρει δοκιμαστικά άδεια από την δουλειά. 1-2 βδομάδες να κάτσει σπίτι και να δει. Με κοίταξε με αμφιβολία. «Λαλείς?»
Λαλώ, παπά μου, λαλώ. Διότι ξέροντας την μάμα, αν κάτσεις σπίτι θα λαλήσεις εσύ…

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Οι αποφάσεις των άλλων…

Προχτές σε μια παρέα με φίλους, κάποιους έσερνε τα χίλια μύρια ενάντια στον Παγδατή. Πως χαραμίζει το ταλέντο του, πως θα μπορούσε να ζούσε τώρα στο εξωτερικό και να τα πήγαινε πολύ καλύτερα, να ήταν στους δέκα καλύτερους του κόσμου : «Έπρεπε να ήμουν εγώ στη θέση του», μας έλεγε ο Δημήτρης. «Να ήμουν εγώ. Να δεις».

Μια φίλη παντρεύτηκε ένα παιδί υπέρβαρο. Αυτή 50 αυτός 130 κιλά. Και κοντός. Είχαμε πάει θάλασσα μαζί και το ζευγάρι συγκέντρωνε τα δηκτικά σχόλια ορισμένων. «Να ήμουν εγώ! Να παντρευτώ αυτό τον παχύ?», σχολίαζε μία ξινή.



Μία από τις καλές μου φίλες γέννησε πρόσφατα το δεύτερο της παιδί και έχει φρικάρει. Καταπιέζει τον άντρα της, έχει γίνει μια στρίγγλα, χάθηκε με τους φίλους της, παραπονιέται για τη ζωή της πόσο έγινε δύσκολη. Εγώ, που τόσο πολύ το θέλω και δυσκολεύομαι να κάμω παιδιά, δεν καταλαβαίνω. «Αν ήμουν εγώ. Αν είχα εγώ τώρα δύο παιδιά», λέω και την καταδικάζω.

Η γνωστή πανέμορφη μοντέλα που θα μπορούσε να κάνει καριέρα σε όλο τον κόσμο, επιλέγει να εξευτελίζει την ψυχή της και να γίνει πορνοστάρ. Οι πανταχού παρόντες ειδήμονες την καταδικάζουν. «Αν ήμουν εγώ, αν είχα ύψος 180 και πρόσωπο σαν του αγγέλου», σχολίαζαν τα περιοδικά.

Κάτι γνωστοί μας, με μέτρια εισοδήματα, έκτισαν ένα σπίτι 320 τετραγωνικά μέσα σε δύο οικόπεδα. Έχουν πέντε υπνοδωμάτια. Δύο σαλόνια, έναν τεράστιο κήπο. Οι άλλοι τους κουτσομπολεύουμε πίσω από την πλάτη τους. «Μα τι τα χρειάζονται όλα αυτά? Πως θα συντηρούν αυτό το σπίτι?». Αν ήμουν εγώ θα έκανα ένα μικρό σπίτι και θα έκανα με τα υπόλοιπα λεφτά χίλια ταξίδια.

Η Έλενα Παπαρίζου πάχυνε. Αντί να πάρει τους κοιλιακούς της στην Ευρώπη και να κάνει διεθνή καριέρα, κάθεται στην Ελλάδα, κάνει ηλιοθεραπεία, τρώει αντί να τραγουδά! «Αν ήμουν εγώ. Αν είχα το σώμα της, την εμφάνιση, την φωνή της! Να δεις!».

Η φίλη μου η Ν είναι πανέξυπνη. Πανέμορφη! Θα μπορούσε να κατακτήσει τον κόσμο! Το μπορεί. Αντί αυτού παντρεύτηκε κάποιον πολύ «λίγο» της, έγινε δασκάλα. Κάνει μια ζωή ανυπόφορη για μένα, ανιαρή. «Αν ήμουνα εγώ η Ν… Να δεις!».

Και ο κατάλογος συνεχίζεται… Όλος ο κόσμος δείχνει να μην παίρνει τις σωστές αποφάσεις. Προφανώς για τα λάθη των άλλων ξέρουμε όλοι καλύτερα 

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

Ιστορίες για Αγίους: Ο Σαββής

Ο Σαββής προχτές εσταμάτησε το αυτοκίνητο του μέσα στην άκρη του αυτοκινητόδρομου καθοδόν προς την Ορμήδεια, κατέβηκε στην άκρη του δρόμου και ακουμπώντας το δεξί του χέρι πάνω στο καπώ του αυτοκινήτου έσκυψε κάτω και άρχισε να παίρνει βαθιές αναπνοές. Έτσι του είπε ο γιάτραινα να κάμνει όταν το πάθαινε τούτο το πράμα. Του είπε πως ήταν κρίσεις πανικού και πως για να περάσουν κανονικά θα έπρεπε να πάει να δει ένα ψυχολόγο. Ο Σαββής την ευχαρίστησε εκείνη την ημέρα, απέφυγε να κάμει χειραψία (το χέρι του ήταν γεμάτο μπογιές και στην γιάτραινα δεν άρεσε) και της έδωσε 50 Ευρώ για τον κόπο της. Μετά έφυγε να πάει σπίτι του, στη ζωή του και στις κρίσεις πανικού του.



Ο Σαββής ήταν μία που τις δύσκολες περιπτώσεις της ζωής. Έτσι ήθελε ο ίδιος να πιστεύει για τον εαυτό του. Τίποτε δεν του ήρτε εύκολα, ούτε επρόκειτο να του έρτει. Ζούσε μια ζωή αν όχι δύσκολη, πεζή, κενή αδιάφορη. Το είχεν αποδεχτεί αυτό και σε γενικές γραμμές δεν είχε πρόβλημα με τη ζωή του. Ήταν 37 χρονών. Ήταν μπογιατζής. Ήταν παντρεμένος με μία ρωσίδα. Είχε μια κόρη. Είχε κρίσεις πανικού.

Ο Σαββής μεγάλωσε στον συνοικισμό Στρόβολος 3 της Λευκωσίας. Οι γονείς του ήταν από την Τύμπου. Η μάνα του ήταν ράφταινα ο παπάς του μπογιατζής. Οι γονείς του δεν αγαπούσαν ο ένας τον άλλο. Θυμάται πάντα τον παπά του να χτυπά την πόρτα και να φεύγει θυμωμένος, ενώ η μάνα του χτυπούσε με μανία τις κατσαρόλες της κουζίνας. Από τους δυο του γονιούς, ο Σαββής αγαπούσε πάντα παραπάνω τον παπά του. Τον ένοιωθε να του είναι πάντα στενός ο τόπος. Μεγάλος, μεγαλόσωμος, ψηλός και λίγο παχύς, ο παπάς του Σαββή ήταν ένας άνθρωπος «large”, όπως τον έλεγε μισοειρωνικά, μισοτρυφερά ο καλαμαράς περιπτεράς της περιοχής. Ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε «τόπο». Τόπο να γελάσεις, να φάει, να μιλήσει να χορέψει. Τόπο να νοιώσει. Δυστυχώς για τον ίδιο παντρεύτηκε μία ξινή, μια κοντή παστή μαυριδερή που κούρρωνε κοινώς στις γωνιές της και μηχανορραφούσε. Κάποτε ο Σαββής σκεφτόταν πως η μάνα του δεν ήθελε κανένα τους να είναι ευτυχισμένος, αλλά κυρίως τον άντρα της. Την ενοχλούσε που ο παπάς του ήταν μακρύς, χοντρός, χαρούμενος, παραζαλισμένος. Τον ήθελε σκοτεινιασμένο και μίζερο σαν την ίδια.

Μεγαλωμένος σε ένα χωρίς αγάπη ο Σαββής φοβόταν πάντα πως δεν θα μάθαινε να αγαπά. Για αυτό από τον καιρό που ήταν μικρός διάβαζε στα κρυφά τις ερωτικές ιστορίες που μάζευε η αδελφή του η Σταυρούλλα. Ήταν εκείνα τα φτηνά τα βιβλία, τα Άρλεκιν, που η Σταυρούλλα μάζευε μετά μανίας ή τα δανειζόταν από τις φίλες της και που ο Σαββής τα διάβαζε κρυφά τις νύχτες με ένα φανάρι κάτω από το σεντόνι. Του άρεσαν πολύ αυτές οι ιστορίες του Σαββή. Όχι για ανύπαρκτα τα σεξουαλικά που είχαν μέσα, αν και είχαν κι αυτά το ενδιαφέρον τους, αλλά για το ευτυχισμένο τους τέλος. Του άρεσε του Σαββή που οι κοπέλες ήταν όλες χλωμές και ξανθούλες. Που ενώ φαίνονταν αδύναμες έδιναν πάντα στον ψηλό μυστήριο μελαχρινό απλόχερα την αγάπη. Του άρεσε που πάτα κατέληγαν όλοι να είναι ευτυχισμένοι. Που παντρεύονταν, που ερωτεύονταν και δεν έμεναν καθόλου μόνοι. Του άρεσε αυτή η εναλλακτική πλευρά της ζωής. Τον έκανε να ελπίζει πως θα μπορούσε να έχει ένα παρόμοιο τέλος.

Το διάβασμα των Άρλεκιν δεν το ανακάλυψαν ποτέ οι δικοί του και έμεινε στον Σάββα να φυλάει μόνος του αυτό το επτασφράγιστο μυστικό. Μόνο η Σταυρούλλα του έριχνε πότε πότε κάτι ψηλές, κάτι μπηχτές αλλά ακόμα και να ήξερε δεν τον πρόδωσε. Σταδιακά ο Σαββής σταμάτησε να τα διαβάσει, ίσως να το κατάλαβε και μόνος του πως είναι λάθος να διαβάζει τέτοια σκουπίδια και όπως η ζωή τον έπαιρνε βάλθηκε να την ζήσει. Να σπουδάσει δεν τα κατάφερε, όχι γιατί δεν ήθελε ή δεν μπορούσε, να βρει άλλη δουλειά πέραν αυτή που έκανε ο παπάς του θα ήταν αδιανόητο. Κι έτσι έγινε αυτός μπογιατζής και η αδελφή του η Σταυρούλλα κομμώτρια και έμειναν να περιμένουν την αγάπη.

Την Σουζάνα την γνώρισε σε ένα μπαράκι και του φάνηκε από την αρχή καλή κοπέλα. Όταν του είπε πως είναι από την Ρωσία ξαφνιάστηκε πολλά επειδή δεν έμοιαζε καθόλου με τις μακρύποδες ξανθές καλλονές που κουβαλούσαν οι φίλοι του. Ήταν μια χλωμή ξανθούλα που του φάνηκε πως θα μπορούσε να δώσει αγάπη. Την παντρεύτηκε γρήγορα και ακόμα πιο γρήγορα έκαμε μαζί της ένα παιδί. Αλλά η Σουζάνα δεν του έδωσε εκείνη την αγάπη. Πριν κανένα δυο χρόνια, ενώ ήταν στο σπίτι που αγόρασε μαζί της στην Ορμήδεια, ένοιωσε την πρώτη κρίση του πανικού και νόμισε πως ήταν να πεθάνει. Ο λαιμός του έκλεισε, δεν μπορούσε να αναπνεύσει, έδωσε έξω στον δρόμο μέσα στην βροχή νομίζοντας πως είχε φτάσει στα τελικά του. Από τότε έφαε ένα σωρό λεφτά σε εξετάσεις και οι γιατροί, ειδικά αυτή η γιάτραινα η τελευταία η καλή, του είπαν πως δεν είχε τίποτα παθολογικό, ήταν μόνο κρίσεις πανικού και έπρεπε να φροντίσει να του περάσει. Ο Σαββής το προσπάθησε, προσπάθησε να είναι καλά. Οι κρίσεις ωστόσο συνέχισαν. Κάποτε συχνά, κάποτε αραιά. Ήταν πάντα εκεί στη ζωή του έτοιμες να τον συντρίψουν και να του δώσουν μια γεύση θανάτου. Η γιάτραινα του είπε να κοιτάξει αν δει τι πάει λάθος στη ζωή του κι αυτός της είπε πως τίποτε δεν είναι λάθος. Ήταν 37 χρονών. Ήταν μπογιατζής. Ήταν παντρεμένος με μία ρωσίδα. Είχε μια κόρη. Είχε κρίσεις πανικού. Η γιάτραινα τον κοίταξε λοξά και τότε εκείνος πρόσεξε πως ήταν ξανθούλα και πολύ χλωμή και της ψιθύρισε. «Είναι ίσως που μου λείπει η αγάπη».

Τούτα εσκεφτόταν ο Σαββής και άρχισε σιγά σιγά να βρίσκει την αναπνοή του. Η ώρα είχε περάσει και θα τον περίμενε σπίτι η Σουζάνα με το μωρό. Ο Σαββής μπήκε στο αυτοκίνητο και στην πρώτη έξοδο του δρόμου που βρήκε πήρε τον δρόμο για τον συνοικισμό. Πήγε ολόισα στο περίπτερο του καλαμαρά και αγόρασε δύο άρλεκιν να πάρει σπίτι μαζί του για να διαβάσει. «Για την γυναίκα σου?», τον ρώτησε ο περιπτεράς δίνοντας του τα ρέστα. «Για μένα», του είπε σοβαρός ο Σαββής. Ο Περιπτεράς κούνησε με σεβασμό το κεφάλι και δεν μίλησε. Ήξερε πως για ορισμένα πράγματα αρμόζει μόνο η σιωπή.

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Ιστορίες για αγρίους: Ο Λευτέρης…


Ο Λευτέρης προχτές κτύπησε την πόρτα της μάμας μου, έδωσε μέσα στο σπίτι με φούρια και την αγκάλιασε. Η μάμα μου φοβήθηκε λίγο επειδή η ανάσα του μύριζε κονιάκ και ήταν 10 μόλις το πρωί και ήταν σπίτι μόνη της, αλλά τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Ο Λευτέρης της έσφιξε στην αγκαλιά του σφιχτά και άρχισε να κλαίει. Της είπε πως δεν αντέχει άλλο τη ζωή του και δεν ξέρει που να πάει. Η μάμα τον έκατσε στον καναπέ, του έδωσε καφέ και κουλουράκια και τον άφησε να τα πει να ξεθυμάνει.

Ο Λευτέρης είναι 40 χρονών και έχει μια ζωή καταστραμμένη. Το σπίτι του είναι πίσω από το πατρικό μου, η αυλή του φάτσα φάτσα με την αυλή της μάνας μου. Μας χώριζε ένας φράκτης κι έτσι βλέπαμε πάντα τις δυστυχίες της ζωής του. Ο παπάς του ο κύριος Γιώργης ήταν αλκοολικός. Ένας άγριος άνθρωπος που έπινε και χτυπούσε. Έπινε και χτυπούσε. Τα πέντε του παιδιά, τέσσερεις κόρες και ένα γιό και την γυναίκα του. Το θυμάμαι σαν όνειρο. Τότε δεν υπήρχε φράκτης να χωρίζει τα σπίτια, μας χώριζε ένα λεπτό τέλι και τα βλέπαμε όλα. Τον κύριο Γιώργη να αρχίζει στην αρχή τις φωνές. Να του φταίνε τα πάντα, ψάχνοντας αφορμή να ξεθυμάνει. Να σηκώνεται και να βγάλει την δερμάτινη ζώνη με την μπούκλα. Και να κατευθύνεται σχεδόν πάντα στον Λευτέρη. Πολλές φορές της έτρωγε μαζί και η κυρία Ελενού. Έμπαινε μπροστά να σώσει τον γιό της. Αλλά ήταν πολύ εύκολο θύμα. Ο Γιώργης ξεμπέρδευε γρήγορα. Και ξεσπούσε πάντα πάνω στον Λευτέρη. Θυμάμαι σαν όνειρο τους γονείς μου να τηλεφωνούν στην αστυνομία. Τον παπά μου και τον θείο μου να ορμούν να σώσουν τον μικρό. Αλλά πάντα αυτός που σωζόταν ήταν ο Γιώργης. Η αστυνομία ερχόταν και έβρισκε την Ελενού μέσα στα αίματα να τον κρατεί αγκαλιά. Ο Λευτέρης ήταν στο πλάι της τυραννισμένος. Η Ελενού ποτέ δεν απάγγειλε κατηγορίες και τσακωνόταν με την γειτονιά που ανακατευόταν στα του σπιτιού της. Το γραφείο ευημερίας δεν μπορούσε να κάνει πολλά. Μιλάμε για τις αρχές του 1980. Τα πράγματα στην Κύπρο για περιπτώσεις οικογενειακής βίας ήταν πολύ σκοτεινά. Και αυτό το σκοτάδι ήταν η ζωή του Λευτέρη.

Ο Λευτέρης στο σχολείο δεν έμπαινε στην τάξη. ‘Ήταν έξω στην αυλή και κυνηγούσε πεταλούδες. Με τα άλλα τα παιδιά δεν είχε πολλά πολλά. Κανένας δεν ήθελε τον προβληματικό κοντά του. Σιγά σιγά άρχισε να γίνεται εχθρικός, απροσάρμοστος. Σιγά σιγά άρχισε κι αυτός να δέρνει. Έδερνε τους συμμαθητές του, έδερνε τα παιδιά της γειτονιάς. Μια μέρα έδειρε και την δασκάλα του. Στο σπίτι ο πατέρας του συνέχισε να τον δέρνει. Στο γυμνάσιο ο Λευτέρης πήγε πολύ λίγο. Ουσιαστικά στο δημοτικό δεν έμαθε και κάτι να μπορεί να συνεχίσει. Κυνηγούσε πεταλούδες και έμεινε αναλφάβητος. Βρήκε δουλειά στα 13. Σαν όλες τις ιστορίες κλισέ έμπλεξε με κακές παρέες. Και πήγε νωρίς φυλακή. Κάπου εδώ ο Γιώργης σταμάτησε να τον χτυπά. Πέθανε από κίρρωση του ήπατος. Ο Λευτέρης συνέχισε την πορεία τους. Στα 18 του πρόλαβε να παντρευτεί από προξενιά μια μεγαλοκοπέλα κάπως παράξενη, λίγο χαζούλα. Έκανε μαζί της τρία παιδιά. Στο μεσοδιάστημα πήγε φυλακή. Από τότε μπαίνει βγαίνει, πίνει κονιάκ σαν τον Γιώργη. Προχτές το πρωί ξύπνησε, ήπιε το κονιάκ του και άρχισε να δέρνει τον μεγάλο του γιό. Έδειρε μετά και την μεγαλοκοπέλα. Ο Λευτέρης βγήκε έφυγε από το σπίτι. Ήρθε στην παλιά του γειτονιά. Χτύπησε την πόρτα της μάνας μου και της ζήτησε όπως τότε, να προσπαθήσει να τον γλιτώσει.