Ο Σαββής προχτές εσταμάτησε το αυτοκίνητο του μέσα στην άκρη του αυτοκινητόδρομου καθοδόν προς την Ορμήδεια, κατέβηκε στην άκρη του δρόμου και ακουμπώντας το δεξί του χέρι πάνω στο καπώ του αυτοκινήτου έσκυψε κάτω και άρχισε να παίρνει βαθιές αναπνοές. Έτσι του είπε ο γιάτραινα να κάμνει όταν το πάθαινε τούτο το πράμα. Του είπε πως ήταν κρίσεις πανικού και πως για να περάσουν κανονικά θα έπρεπε να πάει να δει ένα ψυχολόγο. Ο Σαββής την ευχαρίστησε εκείνη την ημέρα, απέφυγε να κάμει χειραψία (το χέρι του ήταν γεμάτο μπογιές και στην γιάτραινα δεν άρεσε) και της έδωσε 50 Ευρώ για τον κόπο της. Μετά έφυγε να πάει σπίτι του, στη ζωή του και στις κρίσεις πανικού του.
Ο Σαββής ήταν μία που τις δύσκολες περιπτώσεις της ζωής. Έτσι ήθελε ο ίδιος να πιστεύει για τον εαυτό του. Τίποτε δεν του ήρτε εύκολα, ούτε επρόκειτο να του έρτει. Ζούσε μια ζωή αν όχι δύσκολη, πεζή, κενή αδιάφορη. Το είχεν αποδεχτεί αυτό και σε γενικές γραμμές δεν είχε πρόβλημα με τη ζωή του. Ήταν 37 χρονών. Ήταν μπογιατζής. Ήταν παντρεμένος με μία ρωσίδα. Είχε μια κόρη. Είχε κρίσεις πανικού.
Ο Σαββής μεγάλωσε στον συνοικισμό Στρόβολος 3 της Λευκωσίας. Οι γονείς του ήταν από την Τύμπου. Η μάνα του ήταν ράφταινα ο παπάς του μπογιατζής. Οι γονείς του δεν αγαπούσαν ο ένας τον άλλο. Θυμάται πάντα τον παπά του να χτυπά την πόρτα και να φεύγει θυμωμένος, ενώ η μάνα του χτυπούσε με μανία τις κατσαρόλες της κουζίνας. Από τους δυο του γονιούς, ο Σαββής αγαπούσε πάντα παραπάνω τον παπά του. Τον ένοιωθε να του είναι πάντα στενός ο τόπος. Μεγάλος, μεγαλόσωμος, ψηλός και λίγο παχύς, ο παπάς του Σαββή ήταν ένας άνθρωπος «large”, όπως τον έλεγε μισοειρωνικά, μισοτρυφερά ο καλαμαράς περιπτεράς της περιοχής. Ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε «τόπο». Τόπο να γελάσεις, να φάει, να μιλήσει να χορέψει. Τόπο να νοιώσει. Δυστυχώς για τον ίδιο παντρεύτηκε μία ξινή, μια κοντή παστή μαυριδερή που κούρρωνε κοινώς στις γωνιές της και μηχανορραφούσε. Κάποτε ο Σαββής σκεφτόταν πως η μάνα του δεν ήθελε κανένα τους να είναι ευτυχισμένος, αλλά κυρίως τον άντρα της. Την ενοχλούσε που ο παπάς του ήταν μακρύς, χοντρός, χαρούμενος, παραζαλισμένος. Τον ήθελε σκοτεινιασμένο και μίζερο σαν την ίδια.
Μεγαλωμένος σε ένα χωρίς αγάπη ο Σαββής φοβόταν πάντα πως δεν θα μάθαινε να αγαπά. Για αυτό από τον καιρό που ήταν μικρός διάβαζε στα κρυφά τις ερωτικές ιστορίες που μάζευε η αδελφή του η Σταυρούλλα. Ήταν εκείνα τα φτηνά τα βιβλία, τα Άρλεκιν, που η Σταυρούλλα μάζευε μετά μανίας ή τα δανειζόταν από τις φίλες της και που ο Σαββής τα διάβαζε κρυφά τις νύχτες με ένα φανάρι κάτω από το σεντόνι. Του άρεσαν πολύ αυτές οι ιστορίες του Σαββή. Όχι για ανύπαρκτα τα σεξουαλικά που είχαν μέσα, αν και είχαν κι αυτά το ενδιαφέρον τους, αλλά για το ευτυχισμένο τους τέλος. Του άρεσε του Σαββή που οι κοπέλες ήταν όλες χλωμές και ξανθούλες. Που ενώ φαίνονταν αδύναμες έδιναν πάντα στον ψηλό μυστήριο μελαχρινό απλόχερα την αγάπη. Του άρεσε που πάτα κατέληγαν όλοι να είναι ευτυχισμένοι. Που παντρεύονταν, που ερωτεύονταν και δεν έμεναν καθόλου μόνοι. Του άρεσε αυτή η εναλλακτική πλευρά της ζωής. Τον έκανε να ελπίζει πως θα μπορούσε να έχει ένα παρόμοιο τέλος.
Το διάβασμα των Άρλεκιν δεν το ανακάλυψαν ποτέ οι δικοί του και έμεινε στον Σάββα να φυλάει μόνος του αυτό το επτασφράγιστο μυστικό. Μόνο η Σταυρούλλα του έριχνε πότε πότε κάτι ψηλές, κάτι μπηχτές αλλά ακόμα και να ήξερε δεν τον πρόδωσε. Σταδιακά ο Σαββής σταμάτησε να τα διαβάσει, ίσως να το κατάλαβε και μόνος του πως είναι λάθος να διαβάζει τέτοια σκουπίδια και όπως η ζωή τον έπαιρνε βάλθηκε να την ζήσει. Να σπουδάσει δεν τα κατάφερε, όχι γιατί δεν ήθελε ή δεν μπορούσε, να βρει άλλη δουλειά πέραν αυτή που έκανε ο παπάς του θα ήταν αδιανόητο. Κι έτσι έγινε αυτός μπογιατζής και η αδελφή του η Σταυρούλλα κομμώτρια και έμειναν να περιμένουν την αγάπη.
Την Σουζάνα την γνώρισε σε ένα μπαράκι και του φάνηκε από την αρχή καλή κοπέλα. Όταν του είπε πως είναι από την Ρωσία ξαφνιάστηκε πολλά επειδή δεν έμοιαζε καθόλου με τις μακρύποδες ξανθές καλλονές που κουβαλούσαν οι φίλοι του. Ήταν μια χλωμή ξανθούλα που του φάνηκε πως θα μπορούσε να δώσει αγάπη. Την παντρεύτηκε γρήγορα και ακόμα πιο γρήγορα έκαμε μαζί της ένα παιδί. Αλλά η Σουζάνα δεν του έδωσε εκείνη την αγάπη. Πριν κανένα δυο χρόνια, ενώ ήταν στο σπίτι που αγόρασε μαζί της στην Ορμήδεια, ένοιωσε την πρώτη κρίση του πανικού και νόμισε πως ήταν να πεθάνει. Ο λαιμός του έκλεισε, δεν μπορούσε να αναπνεύσει, έδωσε έξω στον δρόμο μέσα στην βροχή νομίζοντας πως είχε φτάσει στα τελικά του. Από τότε έφαε ένα σωρό λεφτά σε εξετάσεις και οι γιατροί, ειδικά αυτή η γιάτραινα η τελευταία η καλή, του είπαν πως δεν είχε τίποτα παθολογικό, ήταν μόνο κρίσεις πανικού και έπρεπε να φροντίσει να του περάσει. Ο Σαββής το προσπάθησε, προσπάθησε να είναι καλά. Οι κρίσεις ωστόσο συνέχισαν. Κάποτε συχνά, κάποτε αραιά. Ήταν πάντα εκεί στη ζωή του έτοιμες να τον συντρίψουν και να του δώσουν μια γεύση θανάτου. Η γιάτραινα του είπε να κοιτάξει αν δει τι πάει λάθος στη ζωή του κι αυτός της είπε πως τίποτε δεν είναι λάθος. Ήταν 37 χρονών. Ήταν μπογιατζής. Ήταν παντρεμένος με μία ρωσίδα. Είχε μια κόρη. Είχε κρίσεις πανικού. Η γιάτραινα τον κοίταξε λοξά και τότε εκείνος πρόσεξε πως ήταν ξανθούλα και πολύ χλωμή και της ψιθύρισε. «Είναι ίσως που μου λείπει η αγάπη».
Τούτα εσκεφτόταν ο Σαββής και άρχισε σιγά σιγά να βρίσκει την αναπνοή του. Η ώρα είχε περάσει και θα τον περίμενε σπίτι η Σουζάνα με το μωρό. Ο Σαββής μπήκε στο αυτοκίνητο και στην πρώτη έξοδο του δρόμου που βρήκε πήρε τον δρόμο για τον συνοικισμό. Πήγε ολόισα στο περίπτερο του καλαμαρά και αγόρασε δύο άρλεκιν να πάρει σπίτι μαζί του για να διαβάσει. «Για την γυναίκα σου?», τον ρώτησε ο περιπτεράς δίνοντας του τα ρέστα. «Για μένα», του είπε σοβαρός ο Σαββής. Ο Περιπτεράς κούνησε με σεβασμό το κεφάλι και δεν μίλησε. Ήξερε πως για ορισμένα πράγματα αρμόζει μόνο η σιωπή.
5 σχόλια:
τι κρίμα τι κρίμα τι κρίμα
αλλού ταξιδεύεις κι αλλού ξενυχτάς
λένε οι τρύπες σε ένα τραγούδι
Καλά το λαλεί η ρίτσα. καλά το γράφει τζιαι η Ελένη. Εν θα ρωτήσω ποιος είναι ο Σαββής, εν υπάρχει λόγος, εν πολλοί οι Σαββήες του κόσμου.
Blogοδέσποινα Helen,
Shερετώ ΣΕ!
Δεν είμαι [καθόλου] τακτικός επισκέπτης [και αναγνώστης] του Blog ΣΟΥ, όμως ο τίτλος αυτής ΣΟΥ της ανάρτησης [όπως στον είδα σε συναθροιστή των κυπριακών ιστολογίων] και δη εκείνη η αναφορά σε «Ιστορίες για Αγίους», μου κίνησε το ενδιαφέρον. Και τούτο το ενδιαφέρον αυξήθηκε όταν πρόσεξα να μιας για την Ορμήδεια, ένα χώρο γνωστό και οικείο!
Κατ’ αρχάς να αναφέρω ότι γράφω κι εγώ [κατα καιρούς] διάφορες ιστορίες περί «αγίων», αλλά τούτες αφορούν κυρίως τους “Αγ(ρ)ίους” της Ορθοδοξίας, όπως ας πούμεν ο «μεγαποιηθέντας» και «αγιοποιηθέντας» Κωνσταντίνος [ο πρώτος αυτοκράτορας του Βυζαντίου – της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας] ... Το κείμενο μου θα το βρεις στην ανάρτηση μου με αρ. 35/2010 και link: http://aneforiwn.blogspot.com/2010/05/352010.html
Όμως αυτή μου την παρέμβαση ΔΕΝ την κάμνω για σκοπούς διαφήμισης και προβολής του Blog ΜΟΥ και των πονημάτων ΜΟΥ, αλλά για να πω δκυο λόγια γα την ιστοριούλα ΣΟΥ. Την θεωρώ βαθιά ανθρώπινη, αλλά και ότι σε μεγάλο βαθμό απεικονίζει πραγματικότητες της καθημερινής ζωής. Δεν ξέρω πόσο αληθινή είναι, αλλά όταν ακούω ή διαβάζω για τέτοιες ιστορίες με πιάνει κατάθλιψη και νοιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι ... Ίσως γιατί μου (υπεν)θυμίζει ότι γύρω μου [αλλά και έσσω μου] τα πράγματα ΔΕΝ λειτουργούν όμορφα και ωραία. Παντού υπάρχουν μικρά ή μεγάλα δράματα, ανεκπλήρωτα όνειρα κι ανολοκλήρωτες επιθυμίες ή/και μεσοβέζικες λύσεις ή λύσεις ανάγκης [μέχρι να πάμε παρακάτω – για κατ καλύτερο που δεν έρχεται] ... Ίσως όμως και γιατί να ΜΕ απασχολούν και ζητήματα που αφορούν δικούς ΜΟΥ ανθρώπους που δυσκολεύονται να κοινωνικοποιηθούν ή/και να απογαλακτιστούν από την οικογένεια τους - και το τι μέλλει γενέσθαι μ’ αυτούς ...
Πριν μερικές εβδομάδες ξεκίνησα να γράφω την ιστορία του Βιολεττή – ενός 35ρη γνωστού ΜΟΥ [είναι γιος κάποιου καλού φίλου], με σκοπό να την αναρτήσω στο Blog μου, αλλά ΜΟΥ λείπουν κάποια στοιχεία για να την ολοκληρώσω! Μοιάζει περίπου με τη δικιά ΣΟΥ - είναι κι αυτή μια «άγια ιστορία», αλλά ενός “αγίου” μακράν από συμβατότητες!
@ ρίτσα μου τι δίκαιο που έχεις... μου άρεσε πολύ που θυμήκες τις τρύπες... τι μελαγχολικοί που ήταν πάντα...
@ Blackbeard υπάρχουν όντως πολλοί Σαββήδες... είδαν πολλούς τελευταία... άνθρωποι με πολλές προοπτικές που οι συνθήκες της ζωής τους, τους στέρησαν τόσα πολλά...
@ Anef_Oriwn σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια... είναι αυτό που λες... υπάρχουν γύρω μας τόσα μικρά και μεγάλα δράματα...
θυμίζει μου τις ιστορίες του μικελλίδη στη City. Που εν αληθινές δυστυχώς... Ε, και αυτή.
Δημοσίευση σχολίου