Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Η Κατερίνα- ε π έ σ τ ρ ε ψ ε

Στρουμπουλή, αφράτη, ζυμαρένια. Ένα μωρό. Είπε δεκαοκτώ. Με το ζόρι δεκαεφτά. Με πολύ ζόρι. Άβγαλτη. Σιταρένια. Ένα αρνί, άσπρο μυρωδάτο, έτοιμο για την σφαγή…Την γνωρίσαμε στο πάρτι της Άντρης. Είχε έρθει μαζί με τον Γιάννο. Καλό παιδί ο Γιαννάκης. Χτίστης, Δουλευτής. Εργολάβος. Τέλειωσε το γυμνάσιο μα δεν έκλεισε τα μάτια του, ούτε το μυαλό του. Διαβάζει, ακούει μουσική, αυτομορφώνεται. Τότε πως γίνεται. Ο Γιάννος, με μια Ρωσίδα? Ακόμα χειρότερα, με μία ρωσιδούλα? Μαζί με το μωρό? Το αρνί?



Γνωριστήκανε σε ένα μπαράκι, μου είπε η μικρή. Είχε έρθει μόλις πριν δύο μήνες στην Κύπρο, έμενε με δύο φίλες της. Με αυτές πήγε στο μπαράκι. Ο φίλος του Γιάννου τις πλησίασε. Ο Γιαννάκης ήτανε σοβαρός. Αυτή τον έπιασε στην κουβέντα. Κάτι στα μάτια του. Θλιμμένα μάτια. Σαν του αδελφού της του μεγάλου. Σαν τα μάτια του Σάσα. Τέλος πάντων. Αυτή του έπιασε την κουβέντα. Στα Αγγλικά. Ναι, αυτή δεν μιλά καλά, αλλά αυτός μιλά ακόμα χειρότερα. Σπασμένα… Είναι τίποτε γερό σε αυτές τις καταστάσεις? Να μείνουν τα Αγγλικά? Πάντως κουτσά στραβά συννοηθήκανε. Μιλήσανε. Ούτως η άλλως αυτουνού μετρημένες οι λέξεις του. Το κατάλαβε. Δεν ήθελε πολλά. Ούτε αυτή ήθελε πολλά. Τα βασικά ήθελε. Δικαίωμα στο όνειρο. Ηλεκτρικό ρεύμα για παράδειγμα. Που να μην διακόπτεται. Και τηλεόραση. Ραδιόφωνο. Ωραία ρούχα. Ζεστό κρεβάτι. Καλό φαΐ. Καλή παρέα. «Ανθρώπινα δικαιώματα». Μία δεκαεφτάχρονης. Με το ζόρι. Και καλά, στο χωριό σου, εκεί, δεν τα είχες αυτά? Στο χωριό της, εκεί, όχι, δεν τα είχε αυτά. Ένα χωριουδάκι μια σταλιά. Δίπλα από τη μεγάλη πόλη. Σιβηρία. Πολύ κρύο εκεί. Παγωνιά αφόρητη. Παγωνιά που μπαίνει ολόισια στην ψυχή. Ο αδελφός που έλεγε πριν, ο Σάσα, έτσι είναι η ψυχή του, παγωμένη. Και αυτή πιστεύει, όχι σίγουρα, το ξέρει, ότι φταίει το χιόνι, ο παγωμένος αέρας, το ψύχος. Εργάτης ο αδελφός της, πατέρα δεν έχει, μία μάνα και τρία μικρότερα αδέλφια. Ο Σάσα δεν ήθελε να φύγει. Την ήθελε να μείνει. Η μάνα της όμως την έσπρωξε να πάει μακριά. Να στέλνει και λίγα λεφτά για τα αδέλφια της, 15, 12 και 10 χρονών. Αγόρια τα δύο, το μικρότερο κορίτσι. Να πάει να βρει την τύχη της. Εδώ? Σε τούτον τον τόπο? Εδώ, σε τούτον τον τόπο. Δεν είναι κουτή. Έχει ακούσει τι γίνεται παντού στην Ευρώπη. Κάτσανε με την μάνα της και τα συζητήσαμε. Η Κύπρος, τόπος μικρός, κλίμα ζεστό, βαριά καλοκαίρια. Στους μικρούς τόπους οι άνθρωποι είναι καλύτεροι είπε η μάνα της. Και το αποφασίσανε. Μαζί το αποφασίσανε. Τα κανονίσανε μόνες. Όλα. Του Σάσα του τα είπε όλα δέκα λεπτά πριν φύγει. Του είπε φεύγω! Πηγαίνω στην Κύπρο. Είναι τόπος μικρός, με ανθρώπους καλούς, με βαριά καλοκαίρια. Βαρέθηκα το κρύο. Κι επειδή αυτός δεν της μίλησε, μόνο την κοίταζε με τα θλιμμένα γαλάζια του μάτια, μάτια ενός μωρούς σε σώμα αρκούδας, 1,90 ύψος παλικάρι, του φώναξε ότι είναι για αυτό ακριβώς που φεύγει, επειδή δεν αντέχει, δεν θέλει, να γίνει σαν εσένα, θλιμμένε, γιγαντόσωμε Σάσα με τον πάγο στην ψυχή θέλει να φύγει να ζήσει την ζωή της. Να δουλέψει να δει άλλους τόπους, να στείλει λεφτά στα παιδιά! Κυρίως Δ ε θ έ λ ε ι ν α γ ί ν ε ι σ αν ε σ έ ν α Σ ά σα!!! Το καταλαβαίνεις? Δεν θέλω να γίνω σαν εσένα γαμώτο! Θέλω να ζήσω. Αυτά του είπε του Σάσα, θυμωμένα. Και έφυγε. Ούτε γεια δεν του είπε. Ύστερα δηλαδή μετάνιωσε, τώρα σκέφτεται να κάτσει επιτέλους να του γράψει ένα γράμμα, να του εξηγήσει… Να του πει ακριβώς τι γίνετε. Με τη μάνα της μιλήσανε στο τηλέφωνο αλλά του Σάσα θέλει να του γράψει. Μόνο έτσι καταλαβαίνει αυτός, αν καταλάβει ποτέ του… Τέλος πάντων. Τώρα ψάχνει για δουλειά ασφαλώς, τα λίγα λεφτουδάκια που έφερε μαζί της πετάξανε, οι φίλες άρχισαν την μουρμούρα… Σκέφτεται λίγο τι να κάνει. Η Ρουσλάνα επιμένει να την πάει μαζί της εκεί που δουλεύει, καλό μαγαζί. Της λέει να πάει στην αρχή να κάνει την σερβιτόρα, στους Κύπριους άντρες αρέσουν οι μικρές ξανθές ρωσίδες. Έτσι είπε η Ρουσλάνα. Μετά βλέποντας και κάνοντας. Αν της αρέσει συνεχίζει. Κάτι για χορό της ανέφερε, κάτι για μπαλέτα, αλλά αυτή δεν ξέρει, δεν νομίζει, με τον χορό ποτέ δεν είχε πολλά πολλά. Αν και η εδώ που τα λέμε ούτε η Ρουσλάνα είχε πολλά πολλά και την βλέπεις τώρα κάτι λεφτά που χτυπά με τους χορούς και τα μπαλέτα. Την ξέρει καλά αυτά τη Ρουσλάνα? Είναι φίλη της, την εμπιστεύεται? Όχι καλά δεν την ξέρει, φίλη της φίλης της είναι, κι αυτή δηλαδή ψιλοχωριανή, ένας άνθρωπος από τον οποίο πιάστηκε όταν ήρθε, ένα γνώριμο μονοπάτι, δύο λέξεις στην γλώσσα της. Καλή η ψιλοχωριανή, μιλάνε για το χωριό, μιλάνε και για το Σάσα. Πάντα το ήξερα της λέει, ότι εσύ θα έφευγες, δεν ήσουν σαν του άλλους, την μάνα σου και το Σάσα, δεν είχες ποτέ τόσο θλιμμένα μάτια. Καλή η ψιλοχωριανή. Ένα μονοπάτι γνώριμο, στην γλώσσα της, όχι σαν αυτή τη Ρουσλάνα που βρωμάει το χνώτο της τσιγάρα και αλκοόλ. Που βρωμάει απελπισία και φόβο. Δεν της αρέσει τελικά αυτή η Ρουσλάνα, μπορεί να την φοβάται και λίγο. Τις προάλλες που γύρισε με χείλη ματωμένα, με το μάτι πρησμένο, στις τρεις το πρωί, ξύπνησε να πιει νερό και την είδε καταματωμένη να κάθεται στον μικρό καναπέ και να κλαίει. Να κλαίει παράξενα, ανέκφραστα, μόνο τα μάτια της έτρεχαν έτρεχαν, βουβό απαίσιο θέαμα. Τι έχει Ρουσλάνα, τι έπαθες? Έπεσες, χτύπησες? Έπεσα, χτύπησα. Φύγε από εδώ. Δεν θέλω να βλέπω κανένα. Τι θες κι εσύ, τι θέλετε όλοι από τη ζωή μου? Γιατί με κοιτάζεις έτσι? Νομίζεις δεν υπήρξα κι εγώ εσύ? Ένα ζυμαρένιο μωρό. Μία αθώα. Γύρε, φύγε, αλλά φύγε. Πήγαινε πίσω στη μάνα σου, στο χαμένο χωριό, πήγαινε πίσω στον αδελφό σου, πήγαινε πίσω στον Σάσα ε π έ σ τ ρ ε ψ ε! Φύγε να γλιτώσεις και ίσως τα καταφέρεις να μην γίνει σαν εμένα. Παράξενη κοπέλα. Το πρωί πάλι δεν μιλιόταν. Η ψιλοχωριανή της έβαλε αμίλητη πάγο και αλοιφή στα βλέφαρα κι αυτή δεν μίλαγε. Δεν ξέρει τελικά τι να κάνει μαζί τους. Θέλει να φύγει αλλά δεν ξέρει να πάει που. Λέει να το συζητήσει λιγάκι με τον Γιάννο αυτό, δεν ξέρει θα δει. Στο κάτω κάτω δεν είναι μωρό. Δεν είναι μωρό. Όχι, δεν είναι μωρό, και μην την κοιτάζεις σε παρακαλώ έτσι γιατί εκνευρίζεται. Νέα, ναι, είναι νέα, αλλά δεν είναι μωρό. Εσύ δηλαδή που κοιτάζεις έτσι πόσο είσαι? Πόσο νομίζεις? 25? Βάλε άλλα πάντα. Τριάντα. Τριάντα? Τριάντα? Άρα εσύ κοντά μου, είσαι μωρό. Στρουμπουλή, αφράτη, ζυμαρένια. Ένα μωρό. Λες δεκαοκτώ. Με το ζόρι δεκαεφτά. Με πολύ ζόρι. Άβγαλτη. Σιταρένια. Ένα αρνί, άσπρο μυρωδάτο, έτοιμο για την σφαγή…Να φύγεις. Φύγε από αυτό τον τόπο, τόπος μικρός, κλίμα ζεστό, βαριά δύσοσμα καλοκαίρια. Φύγε να γλιτώσεις. Δεν ξέρεις τι σε περιμένει. Φύγε. Ε π έ σ τ ρ ε ψ ε! Να επιστρέψω που? Δεν ξέρεις εσύ, δεν είδες, μην μιλά. Δεν ξέρεις πως είναι. Χωρίς ήλιο, χωρίς αγάπη, χωρίς όνειρα. Θέλω να ζήσω. Χριστέ μου. Ανόητο. Χαζό κορίτσι. Αυτός είναι ο αριθμός μου. Τηλεφώνησε μου όταν μπλέξεις. Δεν θα μπλέξω. Τηλεφώνησε μου. όταν θα νοιώσεις πως ήρθε η ώρα να επιστρέψεις. ε π έ σ τ ρ ε ψ ε.

11 σχόλια:

postbabylon είπε...

esikothiken h trixa mou.
Polla omorfa grammeno keimeno Helen.
Arese mou polla h epanalipsh ths arxhs sto telos.

Ωραία Ελένη είπε...

Ευχαριστώ καλή μου... και μένα με κάνουν να λυπάμαι αυτές οι ιστορίες... κάποτε θα γράψω την συνέχεια να δούμε αν επέστρεψε και αν την έσωσε ο γιάννος...

Pasxalina είπε...

Τι τραγική ιστορία που είναι και η καθημερινότητα της Κύπρου πια..

Mana είπε...

δεν ρωτώ αν είναι αληθινή η ιστορία, γιατί κρύβει πολλή αλήθεια μέσα της. Πόσοι λίγοι Γιάννηδες υπάρχουν για πόσο πολλές Κατερίνες.
υπάρχει άραγε επιστροφή; υπάρχει άραγε σωτηρία;

δήμητρα♥♥♥q είπε...

Ωραία Ελένη
παρακολουθώ μέρες το ιστολόγιό σου
και παρούσα δε δήλωσα ακόμη
και να που ήρθε η ώρα
σήμερα
που βούρκωσα για το σταρένιο σου ζυμάρι
για όλα τα αφράτα, σταρένια ζυμάρια
με τα παιδικά μάτια
που ονειρεύονται
ένα καλύτερο μέλλον
μια καλύτερη ζωή
σε τόπους μικρούς κι ανθρώπινους
ή σε τόπους μεγάλους
και πέφτουν στα νυχια των αρπακτικών
και ματώνουν όπως η Ρουσλάνα
και για όλους εμάς
που έχουμε μια κατηγόρια έτοιμη
να κρέμεται στην άκρη των χειλιών
για μας
λες και δε γνωρίσαμε ποτέ τον πόνο
τη φτώχια
το δάκρυ
την εξορία
την ξενητειά...
Σε ευχαριστώ πολύ Ελένη και για αυτό το ποστ
και για τα υπόλοιπα.
Θα τα λέμε από εδώ κι εμπρός αν το θες κι εσύ.
Καλημερα.

Ωραία Ελένη είπε...

@Πασχαλίνα μου ναι... δεν είναι τραγική? καθημερινές ιστορίες σας αυτές γίνονται κάτω, μπροστά από τα μάτια αμς και εμείς δεν κάνουμε τίποτε :(

@Μάνα σκέφτομαι πως ίσως, εμείς, ως γυναίκες, να πρέπει να κάνουμε κάτι για να υπάρχει επιστροφή και σωτηρία... δεν ξέρω... εσύ τι λές?

@melv@ki σε ευχατιστώ πολύ για τα κάλά σου λόγια... όποτε θέλεις να μιλάμε και να ανταλλάσουμε απόψεις για όλα όσα συμβαίνουν και μας πονούν γύρω μας...

ρίτσα είπε...

ελένη οι ιστορίες μας, μας σπαμπάρουν. μας κάνουν αυτό που είμαστε. σωστά; γράφεις κείμενα που ξεχειλίζουν από συναισθήματα.

Ωραία Ελένη είπε...

@Ρίτσα μου οι ιστορίες μας σταμπάρουν όπως λες και μας αφήνουν μεγάλα σημάδια... μακάρι να μην είναι μόνιμα, να μην είναι σημάδια της ψυχής...

DaisyCrazy είπε...

πολύ όμορφη και συγκηνιτική ιστορία. δεν ξέρω αν υπάρχει στ'αλήθεια αυτό το κορίτσι, αλλά η ιστορία είναι βγαλμένη μέσα απο τόσες που ακούμε καθημερινά γύρω μας. έρχονται εδώ αυτά τα παιδιά, τα κοριτσάκια με όνειρα κι ελπίδες και καταλήγουν από ανάγκη στο στόμα του λύκου.

καλύτερα κοντά στην οικογένεια της κι ας κάνει κρύο κι ας είναι φτωχοί. ο ήλιος κι η ζέστη δε σημαίνουν παράδεισο..

NAFPLIOTIS είπε...

ΥΠΕΡΟΧΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΛΕΝΗ!
ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ.

NAFPLIOTIS είπε...

ΤΟ ΑΝΑΡΤΗΣΑ ΗΔΗ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ.
ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΓΙ'ΑΥΤΟ.