«Κόρη μητσιά έλα ποδά. Θέλω να μου γράψεις μια σύσταση!». Ακόμα θυμούμαι τα λόγια του παππού μου του Νικόλα. Τα τελευταία χρόνια πριν πεθάνει είχα γίνει κάτι σαν την προσωπική του γραμματέα. Ήθελε να τακτοποιήσει τις δουλειές του, τις εκκρεμότητες του, ήθελε να επιβάλει δικαιοσύνη σε όσους τον αδίκησαν στην ζωή του, ήθελε βοήθεια να γράψει επειδή είχε καταρράκτη κι εγώ λάτρευα τα μπισκότα βουτύρου που είχε πάντα σε ένα μεγάλο τενεκεδένιο κουτί πάνω από την αρμαρόλα και που το κατέβαζε με προσοχή να με κεράσει μόλις τέλειωνα τις δουλειές του.
Εκείνη την ημέρα θυμάμαι ήταν ιδιαίτερα σοβαρός και θυμωμένος επειδή είχε λάβει μια επιστολή από την αδελφή του, την γιαγιά την Γιαλούρα (στην πραγματικότητα Νεοφύτα, αλλά επειδή είχε κάτι απίθανα γαλανά μάτια που και στα 70 της έκαιγαν καρδιές, της φώναζαν όλοι Γιαλούρα), που του έλεγε πως είχε πωληθεί το χωράφι του μακαρίτη του αδελφού τους του Αντρέα που μέσα σε αυτό βρισκόταν ένα κομμάτι της περιουσίας του παππού μου! Το πούλησε ο γιός του ο μιτσής. «Και τι περιουσία είχες εσύ στο χωράφι το ξένο παππού?». Φωνές και φασαρία, δεν θα έτρωγα μπισκότο! Δεν ήξερα? Στο χωράφι βρισκόταν η ελιά του παππού! Η ελιά που του είχε δώσει ο πατέρας του όταν ήταν μιτσής. Η ελιά του. Το δεντρόν του! Το μερτικόν του από την πατρική περιουσία!
Προφανώς στα παλιά εκείνα χρόνια, στα μικρά και φτωχικά χωριουδάκι της Πάφου, που η οικογενειακή περιουσία ήταν μικρή και έπρεπε να μοιραστεί ακριβοδίκαια (?) ανάμεσα στα παιδιά, οι γονείς έδιναν αλλού το χωράφι κι αλλού τα δέντρα. Ήταν φαινόμενο συνηθισμένο και πολύ σεβαστό! Σύμφωνα με τον παππού μου, για το τάξιμο των δεντρών του χωραφιού, γινόταν κάτι σαν μικρή τελετή. Στην περίπτωση του, προφανώς ενδεικτική, ο μακαρίτης ο πατέρας του είχε σταθεί μαζί με τον παππού μου που ήταν ακόμα αμούστακο παιδί στον παραστατό της πόρτας, την ώρα που έδυνε ο ήλιος και είχαν ως μάρτυρες την μακαρίτισσα την γειτόνισσα την Λωξανδρού και τον θείο του τον Γιάγκο. «Ο πατέρας μας, έδειξεν μας το χωράφι, έδειξεν μας την ελιά και έταξεν μου που την πόρταν το δεντρόν. Είπεν μου εν να ένει μια ζωή δικό μου, τζαι των παιθκιών μου. Τζαι των παιθκιών των παιθκιών μου! Να τρώμεν ελιές, να κάμνουμεν λάδι. Να κρούζουμεν τα ξύλα της να βράζουμεν». Το δε χωράφι θα το έπαιρνε ο αδελφός του ο Αντρέας. «Παππού! Αδικία. Έπιασεν το χωράφι τζαι έμεινεν σου το δεντρόν! Σιγά!». Ο παππούς μου είπε να βρίξω επειδή δεν ήταν σε καμία περίπτωση αδικία. Το χωράφι ήταν στην πλαγιά του βουνού, πολύ κοντά στην παραλία, με θέα την θάλασσα. Καμία χρήση δεν είχε. Δύσκολα ήταν να καλλιεργηθεί. Ενώ η ελιά ήταν εκεί έτοιμη να κάμει καρπό. Κατένευσα. Ο παππούς μου εξήγησε πως τόσα χρονιά οι ελιές και κάμποσο από το λάδι μας ήταν από την ελιά. Την πατρική ελιά. Ήταν θεόρατο δέντρο και άξιζε μια περιουσία.
Επείστηκα και πιάσαμε να γράφουμε το γράμμα. Το απευθύναμε στον άτιμο αδελφότεκνο, τον γιο του αδελφού τού, του Αντρέα. Ο παππούς τον περνούσε από γενεές δεκατέσσερις, τον έλεγε μπαγαπόντη και ασεβή και πως έπρεπε να ειδοποιήσει τον νέο ιδιοκτήτη πως το δεντρόν ήταν δικό του. Τα επιχειρήματα του παππού ήταν ακλόνητα. Η μαρτυρία της Λωξανδρούς που ήταν τότε ακόμα ζωντανή, το μαγικό της υπόθεσης που τάχτηκε η ελιά την ώρα που έδυνε ο ήλιος! «Θα πάω σε δικηγόρο. Θα έβρω το δίκαιον μου», έλεγα λάβρος ο παππούς κι εγώ σημείωνα μανιωδώς. Σαν τελειώσαμε την επιστολή την πήραμε μαζί περίπατο στο ταχυδρομείο. Ο παππούς ήταν κοτσανάτος και καλοστεκούμενος. Έκαμνε εντύπωση όπου πηγαίναμε. Εγώ τον κρατούσα αλαμπρατσέτα και σκεφτόμουν τα χειρότερα. Τι θα έκανε η μάνα μου, η θεία η Λαζαρού, και τα άλλα παιδιά του παππού σαν μάθαιναν για το γράμμα? Δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ! Ήμουν συνένοχος επειδή όλα θα καταλάβαιναν πως εγώ έγραψα το γράμμα. Η λάβρα του παππού όμως με είχε και μένα συνεπάρει. Διαισθανόμουν την αδικία. Άλλωστε ήμουν παιδί του παιδιού του και έριζα κι εγώ από την ελιά.
Η λαίλαπα δεν άργησε να ξεσπάσει αφού μόλις πήρε το γράμμα, ο πωλητής του χωραφιού πήρε τηλέφωνο τους θείους μου να κάμει τα παράπονα. Έγινε οικογενειακό συμβούλιο και όλοι πήγαν να βάλουν τις φωνές στον παππού! Έφαγα κι εγώ 2-3 ξυλιές στον πισινό από την μάνα μου. Αλλά τον παππού τίποτε δεν τον πτόησε. Ούτε τα «ρεζιλίκια», που του φώναζαν. Ούτε πως τα ταξίματα και η δύση του ήλιου ήταν πράματα ξεπερασμένα. Ο παππούς μου ήταν πεπεισμένος για το δίκαιο του και δεν καταλάβαινε θεό. Όταν είδαν και απόειδαν και κατάλαβαν πως τίποτε δεν θα γινόταν, οι θείοι μου ανάλαβαν να απολογηθούν στον εξάδελφο και είπαν του παππού πως «κανεί! Το δεντρόν να το ξεχάσεις!»…
Τις επόμενες μέρες ο παππούς ήταν παράξενα ήσυχος και καθόταν στην αυλή κάτω από την λεμονιά και σκέφτονταν διάφορα. Κάποτε εδέησε να με φωνάξει και αφού με ρώτησε αν με πείραζε να φάω κι άλλο ξύλο από την μάνα μου «Ούφου παππού!», με αντάλλαγμα 5 μπισκότα «Ούφου, Καλά!», έπρεπε να τον βοηθήσω να βάλει το σχέδιο του σε εφαρμογή. Μου ζήτησε να του έβρω τα δρομολόγια του ταξί για την Λεμεσό και από εκεί στην Πάφο και μετά να τηλεφωνήσω στον άντρα της γειτόνισσας της Λωξανδρούς να έρτει να τον πιάσει που το Κτήμα να τον πάρει στο χωριό! «Τι θα κάμεις πάλε παππού?». «Το δίκαιον! Θα πάω να φέρω την ελιά».
Δεν ξέρω τι με εκράτησε και δεν πήγα να τα ξεφουρνίσω όλα της μάνας μου. Έκαμα ότι μου ζήτησε και έφαγα 5 μπισκότα και 3 πάτσους. Ο παππούς δυο μέρες μετά, τα χαράματα εξαφανίστηκε και η σιωπή μου του εξασφάλισε τον χρόνο που εχρειάζετον για να πάει να κάμει τη δουλειά του. Σύμφωνα με τον έξαλλο αδελφότεκνο, εμφανίστηκε ξαφνικά στο χωρκό και μαζί με 3-4 άλλους γέρους έπιασαν τις τσάπες και τους σβανάες και έκαμαν κομμάθκια το δεντρό! Μετά ο παππούς μοίρασε τα ξύλα στους φίλους του, έπιασε κι αυτός ένα κομμάτι και ξεκίνησε να έρτει πίσω στην Λευκωσία. Στις φωνές του αδελφότεκνου έγινε λάβρος και αψύς και του είπε «αν έχει κότσια να τον βάλει φυλακή». «Άτιμε, ξυμαρισμένε! Παλιόπαιδο! Εσε χάρη που εν ζει η γαινέκα μου να σου βάλει κατάρα!», του είπε ο παππούς, που πάντα το είχε παράπονο που η δική του καταραστική ικανότητα ήταν τόσο ελλιπής μπροστά στην μάγισσα την γιαγιά μου! Με τα πολλά ο παππούς ήρτε πίσω στην Λευκωσία. Αγριοκοίταξε τον ταξιτζή που του τον άφησε να πάρει μαζί του στο αυτοκίνητο το ξύλο. Και το είχε μαζί του στο σπιτάκι του μέχρι που πέθανε. Οι θείοι μου δεν τόλμησαν να του που κουβέντα. Κι εγώ δικαιώθηκα πανηγυρικά. Έφαγα πολλά μπισκότα θυμάμαι εκείνη την χρονιά και έγινα η πιο αγαπημένη από τις αγαπημένες του παππού…
Το ξύλο της ελιάς το έχω πλέον εγώ στο σπίτι μου, δικαιωματικά. Μου το έδωσε ο παππούς μου πριν πεθάνει. Είναι φυλαγμένο σε ένα κουτί στο δωμάτιο που έχει τα πάντα. Τις αναμνήσεις μου, την αγάπη για τον ατρόμητο παππού, το τενεκεδένιο κουτί με τα βουτυρένια μπισκότα…
Ο αδελφότεκνος έγινε ντιβέλοπερ στην Αργάκα…
16 σχόλια:
mana mou:-) polla omorfh istoria, opos mas ehseis mathimenous Eleni mou!
H katares ths giagias epiannan, ksereis giati? H katara ths giallouras piannei! tziai h dikh mou giagia htan gialloura:-)
Thanks!! όντως έχει να κάμει με τον γιαλλουρίτικο του πράματος!! Εγώ γιατί δεν έγινα γιαλλούρα δεν μπορώ να καταλάβω! καταραμένα γονίδια!!
τσιάκκος ο παππούς
δεν τα φκάλλεις πέρα με τη νέα γενιά επιχειρηματιών... εν καταλάβουν που ταξίματα τζαι τιμή...
και με συμβόλαιο έδιναν δέντρα οι παλιοί. η γιαγία μου, μας άφησε ένα χωράφι, στο οποίο δύο ελιές ανήκουν αλλού. τρέχα γύρευε. ήταν ο τρόπος τους να διασφαλίζουν όλα τους τα παιδιά. κανένας δεν εδιανοήτο να κόψει ένα δέντρο, λίγο λάδι για το φαί τους θα το είχαν.
Όμορφη ιστορία, καλά έκαμεν ο παππούς.
Τυπάκι ο παππούς! Έχουν το οι Παφίτες, μάνα μου! Θέμα τιμής, πάνω απ'όλα!
Τσιάκκος ο παππούς. Και σένα μπράβο σου. Εσυγκίνησες με. Πολλά όμορφη η ιστορία σου. Η ελιά ανέκαθεν ηταν δέντρο ιερό.
Δακρυσα...
Ο Παππους ειχε δικιο...
Και εδω, γινεται αυτο...
Αλλα...Τι να πεις...
Επερασε, η εποχη της ΤΙΜΗΣ...
Ο τελευταιος, που γνωρισα...Ηταν ο Πεθερος μου...!!!
Βλεπεις..Ο Λογος τιμης...Δεν εχει..
Παραθυρακια, και παρερμηνειες...
Μάναμου, ο παππούς θυμίζει μου λίο εμένα. Δεν μπορώ να με αδικούν και να σιωπώ!
Μπράβο του, λεβέντης ο παππούς!
Και μπράβο σου κι εσένα που μας τα διηγείσαι όλα αυτά!
Είσαι Ωραία, ρε Ελένη!
Σοβαρά, εξέδωσε σε διηγήματα όλες τις ιστορίες σου! Είναι πανέμορφες!
άψογο.
θα σου'ρχομαι :)
άρεσέ μου πάρα πολλά!!!
και ήρθε η ιστορία σου σε μια περίοδο που με τον φίλο μου τον Εράνισμας προγραμματίζουμε να καταγράψουμε όλες τις αιωνόβιες ελιές του χωριού μας πριν χαθούν για να δώσουν τη θέση τους σε κακόγουστα συγκροτήματα διαμερισμάτων.
τώρα, με την ιστορία σου μου δίνεις την ιδέα να ψάξουμε και για την ιστορία της καθεμιάς πριν χαθούν για πάντα και οι άνθρωποι που συνδέονται με αυτές.
από τις καλύτερες στιγμές της κυπριακής μπλογκόσφαιρας.
γιγάντιο ευχαριστώ.
απίθανη!
Ο αδελφότεκνος έγινε ντιβέλοπερ στην Αργάκα…
αυτή η φράση είναι το επιστέγασμα του παρελθόντος και του μέλλοντος της κύπρου
Καταπληκτικός ο παππούς αλλά φοβερή κι η εγγονή! Έχεις το όνομα του; Αν όχι πάντως έχεις την χάρη του! :)
Πολύ μ'άρεσε η ιστορία, σαν παραμύθι μοιάζει.
Να'σαι καλά να τον θυμάσαι και να δώσεις όταν έρθει ώρα το ξύλο του παππού στα παιδιά σου Ελένη μου.
Φιλιά πολλά!
υγ. μου θύμισες ότι κι εμένα με έβαζε η γιαγιά μου να της γράφω τα γράμματα και τις κάρτες της γιατί είχε πάει γαλλικό σχολείο και ήταν ανορθόγραφη στα ελληνικά :)
Πάρα πολλα όμορφο το ποστ. αιχμαλώτισες ούλλη τη Κύπρο μέσα του. πραγματικά μπράβο
Αχ Ελένη μου, έχουμε πολύ παρόμοιες ιστορίες μες την οικογένεια, με τέτοια μοιράσια. Ήταν ο "λόος του αθρώπου" ιερός - τότε... Τώρα, μας έφαγαν οι ντιβέλοπερς!
Άντε με το καλό να "γεννήσεις" και την πρώτη σου συλλογή διηγημάτων! ;p
Δημοσίευση σχολίου