Ο παππούλης ήταν κοτσονάτος και μπήκε με φούρια στο
γραφείο μας διαμαρτυρόμενος για τις σκάλες. «Μα να μην έχετε ασανσέρ!». Του
χαμογελάσαμε και παραγγείλαμε καφέ. Ήρθε
να κάμει δώρο το βιβλίο του στον συνάδελφο, μια μελέτη για το Κυπριακό, να τον
ευχαριστήσει για μια παλιά εξυπηρέτηση. «Επειδή εγώ πίστευα πολύ κάποτε στην λύση!».
Εχαμογέλασε απολογητικά επειδή έφερεν μονάχα έναν αντίτυπο και μου υποσχέθηκε
να μου φέρει ένα βιβλίο την επόμενη φορά. «Μα κλαίτε?». Κρυολόγημα του απαντώ.
Κι αυτός κάποτε έκλαιγεν θα μου πει. Αλλά όλα αυτά επεράσαν. Τώρα περιμένει ένα
εύκολο τέλος «που θα το δυσκολέψω όσο μπορώ», λαλεί και κλίνει το μάτι του. Το
μόνο του πρόβλημα είναι ο χώρος ταφής! «Θέλω
να ταφώ στο χωριό μου». Μα πού? Στο Δίκωμο. Τα εμίλησεν λαλεί με όσους πρέπει.
Έκαμεν και διαβήματα και επιμένει. Ξέρει στα κατεχόμενα πολλούς και θα τα
κανονίσει. Δεν μπορεί! Δεν γίνετε διαφορετικά. Μα το χωριό? Το νεκροταφείο? Ερειπωμένο.
Πώς γίνετε? Πώς θα γίνει? Πώς θα είναι? Δεν θα νιώθει… μοναξιά? «Ανοησίες!». Ο
τόπος που εμεγάλωσα. Που αναγιώθηκα. Που έγινα σωστός!. Κάποτε επίστευεν λαλεί
πολλά στην λύση. «Τώρα θέλω μόνον να με θάψουν στο χωριό μου!». Το μέτωπο του
γιαλίζει. Έχε πείσμαν ο παππούς! Λαλείς να τα καταφέρει. «Το χωριό μου. Το
χωριό μου", λαλεί… το χωριό του. Η ταφή του. Έκαμεν διαβήματα. Εμίλησεν με τους αρμόδιους.
Ξαφνικά χαμογελά. «Αν τα καταφέρω να έρτετε!», μας προσκαλεί χαρούμενα.
Κοπιάστε. Στην ταφή του. Στο χωριό του. «Μα κλαίτε?». Βαρύ κρυολόγημα του
απαντώ. Πολύ βαρύ…
4 σχόλια:
ε ναι, αφού εν που το χώμα του χωρκού του που εν καμούμενος, τζιαμέ πρέπει να επιστρέψει.
υπέροχον ελένη, μπράβο σου.
Τζαι ο παππούς μου στο χωρκό του έθελε να τον θάψουμε. Στο σhιός, πουκάσ' τον πέφκο.
Μαζί με τη γιαγιά.
Εγόρασε τον τόπο να εν σίουρος που πριν.........
Μόνο αυτό έμεινε - δυστυχώς...
Περαστικά μας....
Δημοσίευση σχολίου