Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Μικρές στιγμές μεγάλων ανθρώπων…

Οι γονείς μου, όπως όλοι οι άνθρωποι άλλωστε, έχουν αυτή την τάση να θυμούνται ακριβώς τι έκαναν τις μεγάλες στιγμές της ζωής τους. Καλή ώρα την ημέρα του πραξικοπήματος. Η μάμα μου λέει ήταν στην αυλή και καθάριζε μπάμιες, (αλλά γενικά έτσι είναι η μάνα μου, σηκώνεται στις 5 το πρωί ανεξαρτήτως πραξικοπήματος ή όχι) ενώ η μπαμπάς μου κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Όταν χτύπησαν οι σειρήνες να ανακοινώσουν το κακό έτρεξαν και οι δυο να δουν τι θα κάνουν με τα δύο παιδιά τους (την αδελφή και τον αδελφό μου-εγώ ακόμη δεν υπήρχα καν στο προσκήνιο) και έμειναν να τα κοιτάζουν με αγωνία. Η μάμα μου λέει πέρασαν μερικές κρίσιμες ώρες κοιτάζοντας τα παιδιά μέχρι που θυμήθηκε τις μπάμιες και έτρεξε στην αυλή να συνεχίσει μηχανικά το καθάρισμα (ως γνωστόν οι μπάμιες πρέπει να καθαριστούν άμεσα και να μπουν σε νερό με ξύδι) ακούγοντας με σπαραγμό ραδιόφωνο, ενώ ο μπαμπάς μου έντυνε τα αδέλφια μου προσπαθώντας να τους εξηγήσει παράλληλα τα ανεξήγητα. Όταν ο Μακάριος έπεσε νεκρός (σύμφωνα με την αχώνευτη κατά τη μάμα μου εκφωνήτρια του ΡΙΚ) η θεία μου η Λαζαρού έβαλε φωνή μεγάλη και έπεσε από το σκαλί της εξόπορτας. Η μάνα μου παράτησε τις μπάμιες να τρέξει να την συνεφέρει ενώ τα αδέλφια μου στρίγκλιζαν πως μαζί με τον Μακάριο πέθανε και η θεία η Λαζαρού. Κατά τους γονείς μου, παρέμειναν σιωπηλοί και ανέκφραστοι μέχρι αργά το απόγευμα όπου έμαθαν με ανακούφιση ότι 1) ο Μακάριος δεν ήταν νεκρός (ούτε η θεία η Λαζαρού, την γλίτωσε με ένα καρούμπαλο και ένα μώλωπα στο κεφάλι) και 2) με ανησυχία ότι μυριάδες συγγενών θα αναγκάζονταν να διανυκτερεύσουν σπίτι μας επειδή είχε αποκοπεί η διέλευσης προς τα χωριά τους. «Ήρθε ο θείος ο Αντρίκος, η θεία η Δέσποινα, ο παππούς ο Σωτήρης, η εξαδέλφη η Κούλα, η κουνιάδα του θειου του τατά σου και τα πεθερικά της θείας της Λαζαρούς (η οποία είχε προσφάτως αρραβωνιαστεί με τον Άγιο θείο Τάκη-αλλά αυτή είναι η ιστορία ενός άλλου ποστ).» Και όλοι αυτοί πέραν του που θα κοιμόντουσαν στρωματσάδα ήθελαν κιόλας φαϊ. Η μάνα μου επιστράτευσε τις μπάμιες, έσφαξε μια κότα που τις έδωσε η γειτόνισσα, τηγάνισε ένα κασόνι πατάτες και άνοιξε μια φίζα με χαλούμια που την είχε ακριβοπληρώσει από μια συγγένισσα της στην Πάφο. Ο μπαμπάς αγόρασε 4 καρβέλια ψωμί και για τρεις μέρες έτρωγαν και έπιναν, μνημόσυνο στη δημοκρατία. Όλα αυτά έγιναν την Δευτέρα και μέχρι την Παρασκευή που έφυγαν όλοι η μάνα μου είχε ρέψει από την κούραση… Το Σάββατο το πρωί η μάνα μου ξύπνησε αμέριμνη για να αντικρίσει από το παράθυρο τους Τούρκους αλεξιπτωτιστές: «Ξύπνα και θα έχουμε εισβολή!», είπε στον πατέρα μου, με ένα τόνο διφορούμενο και μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστο περί της σημασίας του. Τα υπόλοιπα είναι λίγο ως πολύ γνωστά και μάλλον κοινά για όλους. Η μάνα μου αναζήτησε καταφύγιο για τα παιδιά και ο πατέρας μου πήγε στην Κερύνεια για να πολεμήσει. Όλα αυτά μου τα έλεγε σήμερα η μάνα μου, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού-που ήταν καλή ώρα μπάμιες. «Μπάμιες καθάριζα και εκείνο το πρωί που πήγαν οι τρισκατάρατοι να σκοτώσουν τον Μακάριο!», μου είπε από την πρώτη μπουκιά με στόμφο και ξεκίνησε να μου διηγείται τα καθέκαστα. «Και καλά ρε μάμα, τόσο κακό εσύ θυμάσαι κυρίως τις μπάμιες?»την ρώτησα μισοθυμωμένη. «Όχι», μου απάντησε με ύφος θιγμένο. «Θυμάμαι εκείνη τη φίζα με τα χαλούμια. Δώδεκα, ακούεις? Δώδεκα σελίνια είχα δώκει στην Μαρουλού και δεν αξιώθηκα να φάω κουτσί!»


Ελένη (ως Ελένη)

Δεν υπάρχουν σχόλια: