«Ένα το χελιδόνι και
η άνοιξη ακριβή!»…
«Χριστέ μου», εσκέφτηκε ο Πέτρος,
«Χριστέ μου Χριστέ μου βοήθα με να μεν φωνάξω». Αποφάσισε να μην φωνάξει.
Αντίθετα, ίσιωσε το λευκό του το πουκάμισο, κούμπωσε το τυχερό του χαϊμαλί στο
χέρι και αναγκαστικά πέρασε από την κουζίνα για να πιάσει τα κλειδιά του
αυτοκινήτου να πάει στο καλό.
«Που πάεις;», ρώτησε μισο-αδιάφορα μισο-επιδεικτικά
ο παπάς του. Με το τσιγάρο να καπνίζει χαλαρά από τα χείλη του. Με το κορμί να
δείχνει το ραδιόφωνο. Η άνοιξη είναι ακριβή. Ο Πέτρος κατάλαβε πως το άσμα στην
διαπασών απευθυνόταν στον ίδιο, πώς τα είχε καταφέρει να μην πέσει στην παγίδα ακόμα
και πως σε λίγα λεπτά θα μπορούσε να διαφύγει.
«Άεις τον. Έσιει ραντεβού!», είπε με
καμάρι η μάνα του. Στεκόταν στον νεροχύτη και καθάριζε αγκινάρες. Είπε ξανά.
«Έσιει ραντεβού!». Πιο δυνατά από ότι έπρεπε. Ν ακουστεί. Να ακούσει η
γειτόνισσα δίπλα. Ο σκοπός. Ο παπάς του εσήκωσε τα φρύδια του. Τον εκοίταξε
πειρακτικά. Πήγε κάτι να πει αλλά το μετάνιωσε. Και ο Πέτρος το μετάνιωσε. Τον
κοίταξε. Εσκέφτηκε να μιλήσει. «Χριστέ
μου είμαι πια σαράντα χρονών!». Ο παπάς έκλεισε τα μάτια του. «Πάρε μαζί σου
έναν τριαντάφυλλο!», του είπε. «Να σε καταλάβει».
Ώστε το ήξερε. Για το τυφλό του
ραντεβού. Με μια κοπέλα. Κόρη φίλης της μάνας του. Στα 37. Όμορφη. Με δική της
δουλειά! Καλό! Με νηπιαγωγείο. Δασκάλα! Και ιδιοκτήτρια. Δεν του ζητούσε
τίποτα. Ένα καφέ. Δίπλα στην γειτονιά. Να την δει, να τον δει. «Που ξέρεις;»,
του είπε με ελπίδα. «Πού ξέρεις…».
Μάμα μου, επήγεν να της πει. Μάμα
μου καλή μου μάμα. Νόμιζα τα εμιλήσαμεν. Νόμιζα τα συζητήσαμε. Εγώ με τις
γυναίκες, δεν.. Δεν μπορώ δεν την θέλω. Δεν καταλαβαίνω. Εξάλλου σου είπα για
τον Κώστα. Είπα σου! Ο Κώστας… Αχ ο Κώστας, ο Κώστας, ο Κώστας…
Αλλά η μάνα του έκλεισε τα μάτια
της. «Έναν καφέ! Έναν καφέ. Τζαι πού ξέρεις; Μπορεί να σου αρέσει. Να
δοκιμάσεις! Να δεις». Άνοιξε τα μάτια της. Που ξέρεις. Να σε δει η γειτόνισσα,
να σε δει η γειτονιά. Να δουν ότι μπορείς. Να σε δουν.
Ο Πέτρος πήρε το αυτοκίνητο και
οδήγησε στον παραλιακό να δει τουλάχιστον ο ίδιος την θάλασσα, να χορτάσει το
βλέμμα του άμμο, αφού το πρωί θα πήγαινε χαμένο με την βλακεία που ανέλαβε να
κάμει. Δεν ήταν που ντρεπόταν ή που δεν μπορούσε να ορθώσει το ανάστημα του
στην μάνα του. Ζούσε άνετα ελεύθερα και ζωντανά την ζωή του στην Λευκωσία. Είχε
βγει ας πούμε από το κουτί. Είχε κιόλας προσπαθήσει να της εξηγήσει ξανά και
ξανά. Και είχε πραγματικά νομίσει ότι εκατάλαβε. Της γνώρισε κιόλας τον Κώστα, τον
εβρήκεν και όμορφον για όνομα του Θεού! Απλώς… Ήταν εκείνη η ικεσία στα μάτια
της. Να της σώσει την υπόληψη στην γειτονιά. Να δουν και οι άλλοι να
καταλάβουν. Πού ξέρεις; Δοκίμασε… Που ξέρεις…
Αυτό που ήξερε ήταν πως βασικά το
πρόβλημα ήταν που είχε τσακωθεί με τον Κώστα. Για αυτό τα βρόντησε όλα και
έφυγε για το πατρικό του. Τσακώθηκαν άσχημα. Σχεδόν τον έδειρε. Σκοτώθηκαν. Και
είχε διαλυθεί. Ήθελε να πάει σπίτι του. Να πάει στο πατρικό του… στην γαλήνη
του. Να κάτσει στο δωμάτιο του να καταλάβει. Και όχι να δίνει εξηγήσεις. Για
αυτό που είναι. Αυτό που ήθελε να κάμει. Και να βγαίνει και τυφλά ραντεβού. Ο
πάτος.
Η 37χρονή καθόταν ήδη στο καφέ όταν
πλησίασε. Ήταν μια νόστιμη μελαχρινούλα, λίγο γεμάτη με αχτένιστα σγουρά
μαλλιά. Με έναν αέρα δεκαετίας του 80 στις κινήσεις. Με μαύρα μαλλιά, με
πρόσωπο χλωμό, λευκό, σαν χιόνι. Διάβαζε το βιβλίο της και όταν τον είδε δίπλωσε
βιαστικά την σελίδα. Είχε νύχια
κοντά και άβαφτα. Ο Πέτρος ταράχτηκε. Έβρισκε πάντα να υπάρχει κάτι εύθραυστα
τραγικό στα άβαφτα νύχια μιας γυναίκας. «Τι πίνεις;», την ρώτησε και άπλωσε το
χέρι του «Πέτρος». «Καφέ με γάλα του
είπε. Άντρη. Το ξέρω». Χαμογέλασε νευρικά και μετά τον κοίταξε με θάρρος. Ήταν
πολύ αθώα για 37χρονή σκέφτηκε με σπαραγμό. Για τυφλό ραντεβού μαζί του στο
Παραλίμνι. Με τα άβαφτα τα νύχια της. Το βιβλίο της. «Τι είναι», τον ρώτησε.
Την τρόμαξε η ησυχία του, ο τρόπος που την κοίταζε. «Τίποτε», της είπε. Τίποτε.
Τον έπιασε ίλιγγος. Σηκώθηκε απότομα πάνω. Τίποτε. Το τηλέφωνο του βρόντηξε.
Κοίταξε το ρολόι του. Σίγουρα ήταν ο Κώστας. Δεν μπορούσε να του μιλήσει τώρα.
Ζαλίστηκε. «Τι είναι;», τον ρώτησε εκείνη. Τον είδε που κοίταζε νευρικά το
τηλέφωνο. Μισόκλεισε τα μάτια της. «Ποιος είναι;» Ο Πέτρος νευρίασε. Αυτή και
τα νύχια της. Πέντε λεπτά σε τυφλό ραντεβού και μοιάζει με απατημένη σύζυγο. Σηκώθηκε
και έφυγε… τρέκλισε… «Τι είναι;» του φώναζε αυτή… «Ποιος είναι»… Πήρε το
αυτοκίνητο να φύγει… Έξω έπιασε να ανεμίζει αέρας να σπάζει την ζέστη. Να
σπάζει τον κίνδυνο… Έτρεξε γρήγορα στο σπίτι του. Να πάει στο πατρικό του… στην
γαλήνη του. Όρμησε μέσα να γλιτώσει. Το σκηνικό στην κουζίνα το ίδιο. Η μάνα
του με τις αγκινάρες. Ο πατέρας του να κάθεται… Να ακούει αγέρωχα την μουσική
του.. Είχε άλλαξε και άσμα. «εσύ στο χώμα
κι εγώ στην φυλακή» έλεγε το τραγούδι… Ο Πέτρος μπήκε μέσα φουριόζος, έριξε
κάτω με το χέρι του το ραδιοφωνιάκι να σπάσει. Να σταματήσει. Η μάνα του εγύρισεν
να τον κοιτάξει λυπημένα. Πως επήγεν; Ο παπάς του τον κοίταξε ατάραχος και
άναψε τσιγάρο. «Πούστης. Είσαι πούστης», του είπε…