Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Κουχου Κούχου και καλή χρονιά!

Το τέλος του χρόνου με βρίσκει αρρωστούλα με γρίπη αλλά ας μην έχουμε παράπονο… Ήταν μια δημιουργική χρονιά-για πολλούς λόγους!! Και δύσκολη και εύκολη αλλά ελπίζω αξέχαστη… Εύχομαι σε όλους τους φίλους που έκανα μέσα από την μπλογκόσφαιρα, χρόνια πολλά και κάθε χαρά για τη νέα χρονιά. Φίλοι μου φέτος ανταλλάξαμε σκέψεις, απόψεις, συναισθήματα και εικόνες, εσωτερικές και εξωτερικές που τις κρατώ πραγματικά στην καρδιά μου. Ποστμπάμπιλον, Διάσπορε, Γιαγιά Αντιγόνη, Μάριε, Μούνλαιτ, Τρελή Μαργαρίτα, Μαχαιρή και τόσοι άλλοι που δεν τους αναφέρω (έχω και την γρίπη!) σας εύχομαι ότι καλύτερο για τη νέα χρονιά και σας στέλλω την αγάπη μου!!

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Άβυσσος...

Κάποτε νοιώθω να με χωρίζει μια άβυσσος από τους γονείς μου… Από τον παπά μου που ξυπνάει πρωί και στα 70 του συνεχίζει να δουλεύει αγόγγυστα ως βοηθός ταμία σε ένα χλιδάτο σούπερ μάρκετ, βοηθώντας αργόσχολες κυρίες να βάλουν τα ψώνια τους στις σακούλες. Από την μάνα μου που ξυπνάει κάθε πρωί και βάζει τον σταυρό της που έχουμε και σήμερα κάτι να φάμε. Από την ταπεινή καθημερινότητα τους, τα βαριά τους Κυπριακά. Το πρωί «μπουκώνουν» στις εννιά με γάλα, χαλούμι και παξιμαδάκια, ο παπάς μου κουμμουνιστής άνθρωπος, παλιός συνδικαλιστής, καπνίζει κάθε μέρα με το πήλινο καπνιστήρι το σπίτι και μουρμουρίζει ψιθυριστά να προσέχει ο θεός τα εγγόνια και τα παιδιά του.  Φεύγει για την δουλειά με την παλιά του μοτοσικλέτα  και η μάνα μου τον σταυρώνει. Ποτέ του δεν έμαθε να οδηγά. Η μάνα τον καρτερά ουσιαστικά να γυρίσει… Στο μεσοδιάστημα καθαρίζει το σπίτι, μιλάει με τις γειτόνισσες, ψήνει καφέ στον σκουπιδιάρη και στον ταχυδρόμο, μαγειρεύει κολοκάσι, λουβί με τα λάχανα, πουργούρι, η κατσαρόλες της μια ταπεινή και γεμάτη αγκαλιά που είναι ο τρόπος της να δώσει αγάπη. Τα βράδια οι γονείς μου κάθονται κολλητά δίπλα δίπλα στην τηλεόραση. Βλέπουν Κυπριακές σειρές, βλέπουν τις ειδήσεις, μερικές φορές μαλώνουν σαν γεροντάκια. Η μάνα μου φτιάχνει στον παπά μου πάντα ένα τσάι πριν κοιμηθούν. Κοιμούνται πάντα αγκαλιά και ροχαλίζουν ευτυχισμένοι… Ποτέ τους δεν ζήτησαν ποτέ και δεν είχαν… Ίσως να μην ξέρουν πως τα χρειάζονται… Δεν τα χρειάζονται… Εγώ ξυπνώ τα πρωινά και πίνω καφέ φίλτρου. Μερικές φορές δεν καταλαβαίνω τις λέξεις που μου λένε. Τρώω μαρμελάδα πορτοκάλι και δημητριακά και φρυγανιές. Έχω χλιδάτη δουλειά, είμαι μια αργόσχολη κυράτσα που μου βάζουν παππούδες τα ψώνια στην τσάντα. Μερικές φορές δεν λέω καλημέρα στους γείτονες μου στην πολυκατοικία. Φτιάχνω γκουρμέ φαγητά. Δεν έχω καπνίσει με ελιά ποτέ στο σπίτι. Πηγαίνω σε δήθεν θέατρα, διαβάζω δήθεν βιβλία… Εγώ πως κατάντησα έτσι… πότε έχασα την ταυτότητα? Πότε σταμάτησα να είμαι κόρη δική τους… Κάποτε νοιώθω να με χωρίζει μια άβυσσος από τους γονείς μου…


Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Misery…

Χτες τσακώθηκα με την μάνα μου… Όχι πως έγινε κάτι σοβαρό… Ήταν στα συνηθισμένα μιζεριασμένα μονοπάτια μας και με νευρίασε, με άγχωσε και δεν ήθελα καθόλου να της μιλώ…


Μεγάλωσα σε μία μίζερη οικογένεια… Όχι τόσο με την έννοια της φτώχειας, παρά το ότι, πάντα παρούσα αυτή, ενέτεινε το αίσθημα της μιζέριας της οικογένειας… Ήμασταν πάντα μια οικογένεια λυπημένη… Όπως σε όλους μας έτυχαν στη ζωή πολλά και διάφορα… Όπως πρόσεξα ωστόσο μεγαλώνοντας, οι άλλοι δεν τα δέχτηκαν σαν μία θεία δίκη, ως γεγονός αναπόφευκτό, ως την αναμφισβήτητη κατάληξη μίας ζωής που δεν είχε άλλη διέξοδο…

Για όλα φταίει φυσικά η μάνα μου. Μια αντιφατική μορφή μητριαρχίας με σθένος και δύναμη εκεί που χρειάζεται, με άγχος και κρίσεις υστερίας εκεί ακριβώς που δεν χρειαζόταν. Ξέρω πως δεν είναι ούτε σοφό αλλά κυρίως ούτε δίκαιο να τα βάζω μαζί της. Η μάνα μου μεγάλωσε δύσκολα. Πολύ δύσκολα. Εκεί που άλλα κορίτσια της ηλικίας της χαίρονταν την ζωή και τα παιδικά τους χρόνια, η μάνα μου άλλαζε πόλεις, άλλαζε σχολεία, προσπαθούσε στα δέκα της να κάμει την μάνα σε δύο νήπια που κρέμονταν από την φούστα της καθώς η γιαγιά και ο παππούς μου εργάζονταν από το χάραμα του φου ως τη δύση του ήλιου στα μεταλλεία ή στους δρόμους του Παρασκευαϊδη. Μεγάλωσε με το πένθος δύο αδελφών μεγαλύτερων της που δεν γνώριζε, ο ένας να πεθαίνει από πολιομυελίτιδα και ο άλλος βρέφος μάλλον από την αμέλεια μιας γειτόνισσας που αναγκαστικά τον πρόσεχε… Δεν τα κατάφερε καν να τελειώσει το δημοτικό λόγω των πολλών μετακινήσεων, αυτή μια γυναίκα τόσο έξυπνη, κάτι που το φέρει βαρέως, κάτι για το οποίο ντρέπεται… Βγήκε στην βιοπάλη από τα 13 της, εργάστηκε ως εργάτρια σε εργοστάσιο, ως καθαρίστρια, ως βοηθός σε νηπιαγωγείο. Αναγκάστηκε νωρίς να κάτσει σπίτι να μεγαλώσει τα παιδιά της καθώς δεν είχε καθόλου βοήθεια από τη μάνα της ενώ οικονομικά με τον πατέρα μου τα έφερναν δύσκολα…



Το θέμα δεν είναι πως η μάνα μου έχει τα χίλια δίκαια να πιστεύει πόσο άδικη είναι η ζωή, πως είναι εύκολες, αναπόφευκτες και τρομερές οι ανατροπές… Πως τα δύσκολα έρχονται πολύ πιο εύκολα από τα εύκολα… Το θέμα είναι πως πέρασε σε μας, τα τρία της παιδιά, αυτή τη στάση ζωής… Μια τάση να ανησυχούμε πάντα… και για τα πάντα… Να σκεφτόμαστε πάντα το απολύτως χειρότερο… Να πιστεύουμε πως το κακό καραδοκεί στην γωνία. Να είμαστε απαισιόδοξοι… Να μην πιστεύουμε στην καλή μας τύχη, να αναζητούμε πάντα με επιφύλαξη τις παγίδες τις στιγμές της χαράς… Τα καλό είναι πως και οι τρεις παντρευτήκαμε αισιόδοξους ανθρώπους. Άτομα με καλή προοπτική για το τι μπορεί να συμβεί στην ζωή… Άτομα που δεν καταλαβαίνουν πολύ καλά τα βάθη στα οποία πέφτουμε όταν μας πιάνουν οι μαύρες μας, αλλά που κάνουν ότι μπορούν για να μας λευκάνουν την ημέρα… Πάλεψα πολύ για να ξορκίσω την μιζέρια, την αυτό-λύπηση, το αίσθημα της απελπισίας… Το ποστ αυτό αποδυκνύει πως δεν τα κατάφερα και πολύ καλά… Πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού είμαι λιγάκι η μάνα μου. Καραδοκώ στις γωνιές να αμφισβητήσω αν είμαι, και γιατί είμαι ευτυχισμένη… Μίζερη…

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Τα μικρά πράσινα ανθρωπάκια…

Μου αρέσει η επιστημονική φαντασία… είναι ένα από τα ένοχα μου μυστικά… Στην εφηβεία μου κατασπάρασσα βιβλία για ταξίδια στον χρόνο, διαστημικές Οδύσσειες , επαναστάσεις ρομπότ και αποικίες στο διάστημα! Ότι δηλαδή μπορούσα να βρω μεταφρασμένο στα ελληνικά την εποχή προ του ίντερνετ (είπαμε! Εγώ ήμουν έφηβη την δεκαετία του 1990 που το ίντερνετ το είχαν μόνο οι στρατιωτικοί!). Θυμάμαι διάβαζα μετά μανίας τους «κλασσικούς», Ισσακ Ασίμοφ, Άρθουρ Κλαρκ, και τον Χ. Τζ Γουέλς. Οι οποίοι και άνοιγαν έναν κόσμο μαγικό αλλά συνάμα τόσο πραγματικό στα μάτια μου. Αργότερα ανακάλυψα και τον Φίλιπ Ντικ ο οποίος είναι ένας πραγματικός Θεός της επιστημονικής φαντασίας –οι κακές και μη γλώσσες λένε φυσικά πως όντως πλησίαζε τον Θεό με όλα αυτά που κατέβαζε για να γράψει αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Το θέμα είναι πως για μένα όλα αυτά εμπεριείχαν μια δόση αλήθειας και πως ακόμα με έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό. Πιστεύω ας πούμε στην ύπαρξη ζωής κάπου στο διάστημα. Πιστεύω πως δεν είμαστε μόνοι στο σύμπαν. Πιστεύω κι άλλα, ωστόσο, δεν τα γράφω μήπως με πάρουν κάποιοι με τις πέτρες… Ο λόγος που τα θυμήθηκα όλα αυτά έχει να κάνει με μια ανακοίνωση της NASA η οποία απόψε στις 9 το βράδυ (ώρα Κύπρου) θα έχει συνέντευξη Τύπου με την οποία θα ανακοινωθεί "ένα μεγάλης σημασίας εύρημα για την έρευνα για εξωγήινη ζωή». Σύμφωνα με την ανακοίνωση πρόκειται «για ένα εύρημα αστροβιολογίας που θα επηρεάσει την έρευνα για ενδείξεις εξωγήινης ζωής». Το ενδιαφέρον είναι πολύ μεγάλο κυρίως επειδή οι επιστήμονες που θα συμμετάσχουν στην συνέντευξη είναι βιολόγοι και ειδικοί που ασχολούνται με την δυνατότηα ύπαρξης ζωής σε άλλα αστρικά συστήματα...



Τι λέτε να έχει γίνει? Επικοινώνησαν επιτέλους μαζί μας τα πράσινα ανθρωπάκια? Υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες? Υπάρχει κάπου κάπως εξωγήινη ζωή? Θα το μάθουμε απόψε! Ως τότε μου αρέσει να σκέφτομαι τους μεγάλους κυρίους της εφηβείας μου να κουνούν το κεφάλι κοροϊδευτικά και να σκέφτονται από εκεί ψηλά: «Εγώ το είχα πει!»…

Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Γηρατειά…

Επειδή το διάστημα αυτό κρεβατώθηκα για λίγο καιρό, επειδή στραβό-κοιμήθηκα, επειδή έχω μια μικρή ευαισθησία ένεκα χρόνιας χρήσης υπολογιστή και για δεκάδες φαντάζομαι άλλους λόγους με έπιασε ένα περιποιημένο αυχενικό σύνδρομο και χρειάστηκε να κάμω φυσιοθεραπεία. Δεν είμαι σε φάση για πολλά πολλά… Αλλά θα χρειαστώ 7-8 επισκέψεις για να ξεκλειδώσω τους μυς και να χαλαρώσω τα πονεμένα μου μέλη.


Το φυσιο -θεραπευτήριο που πάω είναι εδώ στην περιοχή μας. Λειτουργεί παράλληλα και ως κέντρο Ανάρρωσης και Αποκατάστασης. Για να περάσεις στον κάτω όροφο που είναι το φυσιοθεραπευτήριο, περνάς από το Αναρρωτήριο. Που είναι ουσιαστικά ένας ευφημισμός για το γηροκομείο που λειτουργεί και είναι γεμάτο από ηλικιωμένους με πολλά προβλήματα κίνησης και άλλων λειτουργιών.
Από την πρώτη φορά που πήγα επιάστηκε η ψυχή μου. Οι γέροι ήταν μόνοι τους καθισμένοι σε καροτσάκια με κουβερτούλες. Τουλάχιστον φαίνονταν περιποιημένοι και καθαροί. Αλλά και απίστευτα λυπημένοι. Μια γριούλα μου φώναξε να μου πει πως της έβαλαν ανάποδα το παντελόνι και πως αν ήταν σπίτι στην κόρη της δεν θα συνέβαινε αυτό. Μια άλλη ψιθύριζε συνέχεια πως την ξέχασαν τα παιδιά της. Οι περισσότεροι κάθονταν εκεί ακίνητοι και κοίταγαν έξω από το παράθυρο. Στην υπηρεσία τους ήταν κάμποσες ξένες κοπέλες, Σρι-Λανκέζες και Φιλιππινέζες, που πάσχιζαν σε αστεία Κυπριακά και σπασμένα Αγγλικά να συνεννοηθούν μαζί τους.



Δεν ξέρω ποια κοινωνία εγκαταλείπει έτσι τα μέλη της που δούλεψαν, πόνεσαν, εργάστηκαν σκληρά και κουράστηκαν. Δεν ξέρω πόση μοναξιά περικλείει το γεροντάκι που κάθεται για ώρες ακίνητο κοιτάζοντας τον δρόμο. Δεν ξέρω ποιοι είμαστε τελικά και για πιο λόγο αφήνουμε στο έλεος του θεού τους ανθρώπους μας… Ξέρω στα σίγουρα πως είδα πολύ ανθρωπιά και συμπόνια στις «μαυρούες» που φρόντιζαν τα γεροντάκια κύριε Κουλία μου. Δεν είδα κανένα άλλο εκεί. Ούτε εσένα, ούτε εμένα, ούτε κανένα.

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Blogging: Τα υπέρ και τα κατά…

Ευχαριστώ κι εγώ την Ποστμπάπυλον που μου έκανε την πάσα και γράφω κι εγώ τα δικά μου που μάλλον μοιάζουν με των άλλων…
Τα υπέρ…
1. Μου αρέσει που έχω ένα χώρο ελεύθερο να εκφράζω τις σκέψεις μου. Ανώνυμα και απλά. Να γράφω τους προβληματισμούς μου και να λέω αυτά που με απασχολούν… Μου αρέσει που κάποιος άλλος είναι εκεί και ακούει και κουνά το κεφάλι και λέει «έτσι θα το σκεφτόμουν κι εγώ» ή πάλε, «Τι λαλεί τούτη?»

2. Είναι πολύ θετική η ανταλλαγή σχολίων και μηνυμάτων για κάτι που είτε έγραψα εγώ είτε έγραψε κάποιος άλλος. Στην Μπλογκόσφαιρα βρήκα ανθρώπους με τους οποίους μοιράζομαι παρόμοιες θέσεις και εμπειρίες. Μαθαίνω πράματα. Ακούω θέματα που δεν είχα σκεφτεί. Σε κάποιο βαθμό αυτό έχει αντικαταστήσει πολλούς φίλους που έχουν πνιγεί μέσα στην καθημερινότητα και με έχουν νοητικά «εγκαταλείψει».

3. Ποσκολιούμαι. Είναι ένα ωραίο καφενείο και επειδή αυτό τον καιρό έχω πολύ ελεύθερο χρόνο μου αρέσει να μπαίνω να δω τι κάνουν οι διαδικτιακοί μου φίλοι. Να κόψουμε τις κουβέντες μας και να γελάσουμε.

4. Υπάρχουν και άλλοι εκεί έξω που είναι σαν εμένα. Οι σκέψεις μου, οι απόψεις μου, είναι κομμάτι ενός ευρύτερου συνόλου. Λες και μπορούμε να αλλάξουμε κάτι.

5. Η δυνατότητα κινητοποίησης. Είσαι ένας μπλόγκερ και μπορείς να συμμετάσχεις σε μια εκστρατεία να αλλάξεις όντως κάτι.



Τα κατά…

1. Με νευριάζει που υπάρχουν όλοι αυτοί που έχουν τα μπλογκς ως αφετηρία για να εκφράσουν τα ρατσιστικά, δηλητηριώδη πολιτικά και χολωμένα του σχέδια. Η ασυδοσία που υπάρχει είναι επικίνδυνη. Με ενοχλεί που κρύβονται.

2. Με ενοχλεί που εγώ μπορεί να βγάλω σε ένα ποστ τα σώψυχα μου και να έρθει ένας άσχετος που δεν με ξέρει και δεν αντιλαμβάνεται να μου κάνει «εκ των έξω» κριτική. Τι λες γιέ μου? Μερικές φορές ξεχνάς πως όλα όσα γράφεις είναι στην διάθεση όλων να πουν το μακρύ τους και το κοντό τους.

3. Η πιθανότητα κάποιος μπλόγκερ να είναι γνωστός μου, άτομο που δουλέψαμε μαζί, τσακωθήκαμε, αντιπαθιόμαστε. Και τώρα που το υποψιάζομαι είπα ήδη πολλά πράματα που δεν θα ήθελα να ξέρει για μένα.

4. Ο χρόνος που σπαταλάς. Η ανάγκη να σχολιάσεις άλλους για να δόσεις το παρόν σου. Η ανάγκη να κάνεις σχόλια σε αυτούς που έκαναν σχόλια σε σένα…

5. Το γεγονός ότι μερικές φορές δεν έχεις κάτι να γράψεις και πρέπει να το κάνεις…

Λοιπόν, στέλλω την πάσα στην Ρίτσα, το Σκουλουκούιν, στην Daisy Crazy, στην Aurora και Korina, στην moonlight και στην Αχάπαρη. Θέλω πολύ να δω τι θα πέιτε…

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Money money money money money

Ο μήνας έχει όχι 13 που λέει και το τραγούδι αλλά 26 και με τρόμο παρατηρώ πως τα λεφτά από τον μισθό μου δεν μπήκαν στην τράπεζα. «Νωρίς είναι ακόμα», μου λέει ο άντρας μου. Νωρίς ξε-νωρίς γλυκέ μου το θέμα είναι πως για άλλον ένα μήνα είμαστε κοινώς πατησμένοι…


Δεν ξέρω αν αυτή είναι η κατάρα της καλομαθημένης γενιάς μας, εμάς των 30something που μεγαλώσαμε στα πούπουλα και αντίθετα με τους γονείς μας η έννοια της αποταμίευσης μας είναι άγνωστη, αλλά όλοι σχεδόν οι φίλοι μας ομολογούν πως με δυσκολία βγάζουν τον μήνα. Γύρω στις 20 του μηνός αρχίζουν οι πρώτες ανησυχίες και στις 25 με 27 αγωνιούμε να μπουν τα λεφτά στον λογαριασμό μας για να αρχίσουμε να ζούμε… Το καταλαβαίνεις πως όλοι έχουμε δυσκολίες… Αποφεύγουμε να βγούμε έξω για φαί… Αποφεύγουμε γενικά να κάνουμε οτιδήποτε εμπεριέχει τον κίνδυνο να ξοδέψουμε κάτι… Καθόμαστε σπίτι και περιμένουμε τις μέρες να περάσουν… για να έρθουν τα λεφτά στα χεράκια μας…



Το θέμα είναι πως δεν μιλάμε για χαμηλόμισθούς υπαλλήλους… Έχουμε οι περισσότεροι καλές δουλειές, είμαστε απόφοιτοι Πανεπιστημίου, με διπλώματα, αμειβόμαστε καλά. Πολύ καλύτερα από τους πατεράδες μας… Από τις μανάδες μας που δέχονταν διαταγές από τον καθένα για πενταροδεκάρες… Απλώς για κάποιο λόγο αυτά δεν φτάνουν…



Καθόμαστε με τον άντρα της ζωής μου να κάνουμε ένα τιμολόγιο για το κόστος της ζωής μας… τα βάζουμε κάτω και βλέπουμε πως είμαστε άνθρωποι απλοί. Ένα διαμερισμάτακι έχουμε και σε αυτό πάνε τα 2/3 του μισθού του ενός για το δάνειο. Σκέφτου να είχαμε τις σπιταρόνες που έχουν οι άλλοι…Χρωστούμε και 2 αυτοκίνητα. Πιστέψτε με, σεμνά και ταπεινά. Έχεις επιλογή να μην έχεις αυτοκίνητο στην Κύπρο?? Θέλουμε λεφτά για τρόφιμα, για λογαριασμούς νερού, ρεύματος, τηλεφώνου… Γκρινιάζω πως είμαι γλωσσού και πως πληρώνω πολλά για κινητό. Γκρινιάζει για την καλωδιακή τηλεόραση που ίσως να μην την έχουμε και τόση ανάγκη… Ευτυχώς δεν κατηγορούμε ο ένας τον άλλο. Γυρεύουμε συγχώρεση. Για τις μικρές μας αδυναμίες. Σκεφτόμαστε πως βγαίνουμε μάλλον πολύ έξω. Πάμε 2 φορές την βδομάδα για φαί. Μα η μία είναι μάλλον για σουβλάκια. Φταίμε εμείς που τα σεφταλιά μπορούν πλέον να μπουν στο Χρηματιστήριο έτσι όπως πωλούνται? Πάμε και κανένα θέατρο μέσα στον μήνα. Πάμε και σινεμά. Τα τελευταία δύο χρόνια είχαμε και κάτι προβληματάκια και δώσαμε πολλά και σε γιατρούς… Σπουδαίο το σύστημα Υγείας στην Κύπρο! Να μην σου τύχει… Ας είναι καλά ωστόσο οι άνθρωποι, μας βοήθησαν. Κάναμε κι εμείς ότι μπορούμε για την ανακαίνιση σε κάτι κλινικές και χημεία πάντως. Πληρώνουμε τόκο στις πιστωτικές. Αγοράζουμε ενίοτε βιβλία. Μας αρέσουν. Ευτυχώς δεν είμαστε πολύ των ρούχων. Ωστόσο, χρειάζεται να είμαστε ντυμένοι τουλάχιστον αξιοπρεπώς. Βάζουμε τα πράματα κάτω… συζητούμε… Δεν είμαστε παράλογοι… Θέλουμε να ζούμε καλά. Να μην είναι η ζωή μας μεροδούλι μεροφάι, να μην είναι μόνο σπίτι δουλειά… Αλλά τα πράματα είναι δύσκολα…



Δεν ξέρω αν φταίει η κρίση αν φταίει η εποχή μας… δεν ξέρω αν τα βγάζετε εσείς πέρα… Δεν ξέρω αν τελικά γίναμε όλοι πολύ υλιστές… Ίσως φταίει που ζούμε στην Κύπρο. Μία από τις πιο ακριβές χώρες στον κόσμο! Ίσως φταίει πάλι που το χαρούμενο πάρτι της μεσαίας τάξης τελειώνει. Τα κεφάλια μέσα λοιπόν. Το χάσμα ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους μεγαλώνει. Ο πλούτος συσσωρεύεται σε αυτούς που ήδη τον έχουν και οι υπόλοιποι καλά κάνουμε να κάτσουμε στο σπιτάκι μας…

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Οι ρόλοι της ζωής μας…

Τις προάλλες ήμουν σε μία παρέα φίλων, ανθρώπων καλών και τόσο διαφορετικών μεταξύ τους και σκεφτόμουν πως όλοι τελικά έχουμε ρόλους που τους παίζουμε σε διάφορες φάσεις της ζωής μας, σε διάφορες παρέες σε διαφορετικά περιβάλλοντα, σε διαφορετικούς ανθρώπους. Και πως οι ρόλοι αυτοί μπορεί να είναι και αντιφατικοί… Με τους γονείς μας μπορεί να είμαστε τα κακομαθημένα παιδιά, ενώ στην δουλειά μας οι υπεύθυνοι υπάλληλοι. Με κάποιου φίλους μπορεί να είμαστε οι πλακατζήδες ενώ με κάποιους άλλους οι σοφοί και οι έξυπνοι της παρέας. Με κάποιους να μιλάμε μπόσικα, να λέμε πολλά. Για κάποιους άλλους είμαστε εσωστρεφείς και κλεισμένοι στον εαυτό μας. Μας επηρεάζουν οι άλλοι, επηρεάζουμε κι εμείς αυτούς, δημιουργούμε νέα περιβάλλοντα.



Η μάνα μου, πάντα σοφή, λαλεί μια μεγάλη αλήθεια: Έχουμε τρεις εαυτούς. Αυτόν που βλέπουν οι εκάστοτε άλλοι, αυτό που νομίζουμε εμείς για τον εαυτό μας και αυτό που πραγματικά είμαστε. Διανύω περίοδο εσωστρέφειας. Και σκέφτομαι ποιος είναι ο εαυτός μου, ποια πραγματικά είμαι και εάν εν τέλει αν μου αρέσει αυτό. Τι δείχνει αυτός ο συγκερασμός των «άλλων», του εαυτού και της πραγματικότητας μου? Ποιος είναι ο ρόλος που παίζουμε τελικά όλοι μας? Το σκέφτεστε καθόλου αυτό?

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Η Παχυσαρκία των φτωχών…

Κάποτε το να είσαι παχύς ήταν σημάδι πλούτου και ευημερίας. Η κατανάλωση κρέατος και ζάχαρης προνόμιο όσων είχαν λεφτά ενώ αντίθετα τα όσπρια, τα λαχανικά και τα φρούτα, τα δημητριακά ολικής αλέσεως ήταν το φαγητό των φτωχών. Εξ αυτού οι φτωχοί -όταν δηλαδή τα έβρισκαν και αυτά τα λίγα να φάνε- ήταν πολύ πιο υγιείς. Υπάρχουν μάλιστα πολλές ασθένειες που είχαν χαρακτηριστεί ως οι ασθένειες των πλουσίων και σχετίζονται με την διατροφή- όπως είναι η συγκέντρωση ουρικού οξέος στις αρθρώσεις, η λεγόμενη «ποδάγρα» ή «ασθένεια των βασιλιάδων» που σχετίζεται με την υπερβολική κατανάλωση κόκκινου κρέατος και λιπαρών. Για να μην μιλήσουμε για την χοληστερόλη.


Τα πράματα, κλασσικά, έχουν αλλάξει στην εποχή μας όπου η υγιεινή διατροφή, το φίτνεςς και τα βιολογικά προϊόντα έχουν γίνει της μόδας και εξ αυτού οι τιμές των μέχρι πρότινος «τροφών των φτωχών», έχουν φτάσει στα ύψη. Σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα, σε έρευνα που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό «Τhe Lancet», η ανθυγιεινή διατροφή και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας αυξάνονται ταχύτατα με αποτέλεσμα ακόμα και στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπως είναι οι Ινδίες ή το Μεξικό να υπάρχει αύξηση 20% της παχυσαρκίας τα τελευταία χρόνια. Φυσικά, η κατάσταση είναι σαφώς πιο τραγική στις βιομηχανικές χώρες, όπου τα άτομα με χαμηλά εισοδήματα τρέφονται με σκουπίδια των φαστφουντάδικων που στοιχίζουν ελάχιστα ή με φτηνούς υδατάνθρακες, σοκολάτες και μπισκότα που βρίσκουν στα φτηνά σούπερ μάρκετ – τα μόνα που τους επιτρέπει το πενιχρό τους εισόδημα να αγοράσουν. Επίσης οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, η τηλεόραση που αποτελεί την μόνη τους διασκέδαση, η έλλειψη χώρων πρασίνου, οδηγεί τα άτομα με χαμηλά εισοδήματα σε καθιστική ζωή, σε παντελή έλλειψη άσκησης, στην παχυσαρκία.



Στην Κύπρο πάλι, οι εικόνες που βλέπουμε είναι κάπως αντιφατικές. Έχω πολλές φίλες δασκάλες που μου λένε πως το πιο λεπτό άτομα στην Γ Δημοτικού που διδάσκουν είναι οι ίδιες! Εμείς εδώ πέρα, είμαστε φαίνεται ένα βήμα πίσω και θεωρούμε πως το πάχος, η ζάχαρη και οι σοκολάτες είναι σημάδι πλούτου και καλής ζωής. Τα παιδιά σήμερα δεν τρώνε λαχανικά ούτε όσπρια. Και καταλήγουν στην εύκολη λύση του έτοιμου φαγητού. Στον αντίποδα, ξέρω αρκετούς νεόπλουτους και δήθεν στην ηλικία μου, που καταναλώνουν βιολογικά προϊόντα από όλα αυτά τα σνομπ και πανάκριβα καταστήματα που ξεφύτρωσαν τελευταία και μας πουλούν μούρη –και τις φακές προς 7 ευρώ το κιλό!



Δεν είναι θλιβερό που η τροφή μας, και έτσι όπως έχουν εξελιχθεί όλα σε σχέση με αυτήν, είναι ένα ακόμα σημάδι της κοινωνικής κατάστασης που επικρατεί σε κάθε χώρα?

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Τα φτωχά πλάσματα του Θεού...

Στην γειτονιά μου την παλιά που λέει και το τραγούδι, ζουν πολλοί μετανάστες… Η περιοχή μας, είναι δίπλα στην πράσινη γραμμή. Όταν έγινε ο πόλεμος πέσαμε σε δυσμένεια, οι τιμές των ακινήτων έπεσαν. Τα σπίτια και τα ενοίκια είναι φτηνά. Για αυτό τα προτιμούν κυρίως οικογένειες μεταναστών, που οικονομικά ίσως είναι σε καλύτερη φάση από όλους αυτούς τους αθλιότερους που ζουν στα διαλυμένα σπίτια της παλιάς Λευκωσίας.




Παράνομοι ή νόμιμοι είναι οι μετανάστες? Δεν ξέρουμε - και η μάνα μου, που πάντα καταφέρνει να φιλέψει και να επικοινωνήσει με όλο τον κόσμο, δεν ενδιαφέρεται και δεν το συζητά. Έζησε η ίδια στο πετσί της την φτώχια. Τεσσάρων χρονών «μετανάστευσε» η ίδια και η οικογένεια της από ένα χωριό της Πάφου στην Λευκωσία. Είχε κλίσει το μεταλλείο που δούλευε ο παππούς μου στην Πόλη. Και η ανεργία τους οδήγησε αναπόφευκτα στην Πρωτεύουσα. Η μάνα μου έχει πολλά να πει για τον τρόπο που τους χειρίστηκαν οι Λευκωσιάτες… Για τα άθλια σπίτια στα οποία διέμεναν. Για τις επισκευές που χρειάζονταν και οι σπιτονοικοκύρηδες δεν τις έκαναν ποτέ. Για την εχθρότητα στο σχολείο, την αδιαφορία των δασκάλων και τις κοροϊδίες επειδή «μιλούν αλλιώτικα τα παφιτούθκια». Για την κοινωνική απομόνωση επειδή ήταν ξένοι. Για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο παππούς από άλλους εργαζομένους επειδή ήρτε να τους πιάσει την δουλειά. Πέρασαν πολλά. Και τα θυμάται όλα. Είναι μάλλον για αυτό που πίνει καφέ με τις Αιγύπτιες γειτόνισσες, δίνει συμβουλές στην Σάρα την Ρουμάνα να βάζει νεσεστέ στο σύγκαμα του μωρού, μοιράζει στις Ρωσοπόντιες βαζάκια με γλυκό κυδώνι. Για τη μάνα μου, που υπήρξε ένα φτωχό παιδί του Θεού, όλοι πάνω στη γη είναι φτωχά πλάσματα του Θεού. Που έχουν ανάγκη για να δουλέψουν και να ζήσουν.

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

«Τhe art of being minimalist»…

Υπάρχει μια σκηνή στο βιβλίο «Ζάχαρη στην άκρη», της αγαπημένης μου Ευγενίας Φακίνου όπου οι ήρωες του βιβλίου, κάτι σαραβαλιασμένα και περήφανα γερόντια που βρίσκουν την χαρά της ζωής στα θεραπευτικά λουτρά μίας λουτρόπολης κάθε καλοκαίρι, καλούνται να μεταμφιεστούν για τις χαρές μιας γιορτής. Ψάχνουν λοιπόν στα άδυτα της βίλας που τους φιλοξενεί και ανακαλύπτουν τα πάντα: Το μουστάκι του Τσόρτσιλ, τα σπιρούνια του Μεγαλέξανδρου, τα μήλα των εσπερίδων και άλλα πολλά που δεν τα θυμάμαι… Κάπως έτσι, μα και σαφώς πολύ λιγότερο ποιητικά, ένοιωσα χθες βράδυ όταν δοκιμάσαμε με τον άντρα της ζωής μου να καθαρίσουμε ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ…



Το δωμάτιο είναι το μέρος που χωρίς να το θέλουμε μετατρέψαμε τα τελευταία τέσσερα χρόνια που μετακομίσαμε στο διαμέρισμα, σε αποθήκη. Εκεί μπορείς να βρεις σχεδόν τα πάντα. Τα κρυστάλλινα βάζα που μας έκανε δώρο η θεία Τζέιν στον γάμο μας, το κασόνι με τις ασημένιες φωτογράφο-θήκες που μας έφεραν οι φίλες τις πεθεράς μου, τα κακόγουστα κεράκια που μας έκαναν δώρο κάτι γνωστοί τα Χριστούγεννα που μετακομίσαμε, τα Χριστουγεννιάτικα στολίδια και οι μπότες ορειβασίας που αγόρασα το 1997. Υπάρχει επίσης μια μαυρόασπρη τηλεόραση αντίκα-έπιπλο του 1960 (?) που μας δώρισε ο παππούς, το παιδικό μου κρεβάτι και το γραφείο μου που η μάνα που επιμένει πως μπορεί να το θέλω, ο στρατιωτικός ρουχισμός του άντρα μου, οι φανέλες και τα αναμνηστικά καπελάκια των 25 τελευταίων χρόνων που πάει κατασκήνωση με το προσκοπείο, ο παλιός μας υπολογιστής, κάτι αγαλματάκια που φέραμε από την Κούβα και δεν ξέρουμε που να τα βάλουμε και μερικά ίτσι μπίτσι φορεματάκια δικά μου, στα οποία πλέον δεν μπορώ να μπω, πόσο μάλλον να κουμπώσω και να αναπνεύσω φορώντας τα, αλλά που πιστεύω πως πάλι με χρόνια και καιρούς πάλι δικά μου θα’ ναι…



Κοιτάζαμε χτες όλο αυτό το αγαπημένο χάος μην ξέροντας από πού να αρχίσουμε, σκεφτόμενοι τι να κρατήσουμε και τι να πετάξουμε… Τελικά μπήκαν όλα στην λίστα με τα "είδη αμφισβητούμενης ανάγκης". Ειδικά εγώ δεν ξέρω αν μπορώ να αποχωριστώ την πατσαβουρία μου που είναι συνδεδεμένη με τόσες πολλές αναμνήσεις. Έστω κι αν διάβαζα σήμερα στην εφημερίδα πως η νέα τάση παγκοσμίως είναι να προσπαθείς να ζεις με λιγότερα. Κοντολογίς «Τhe art of being minimalist»… Να ζεις με τα λίγα, τα πετάξεις τα παλιά, να ελαφρύνεις το σπίτι και την καρδιά σου… Ο νέος μινιμαλισμός είναι λέει φιλοσοφία ζωής και σχετίζεται με την, τι άλλο, οικονομική κρίση που ταλανίζει τους πάντες…



Ίσως να έχουν δίκαιο οι φιλόσοφοι. Οι αναμνήσεις τελικά είναι μέσα στην καρδιά μας. Καλά κρυμμένες… Από αύριο υπόσχομαι στον εαυτό μου να ξαναδώ την λίστα με τα "είδη τα αμφισβητούμενης ανάγκης". Είναι μεγάλο θέμα να μπορείς να απελευθερωθείς από τα υλικά αγαθά. Ελπίζω να τα καταφέρω… Κι αν έχετε ανάγκη από κρυστάλλινα βάζα και κακόγουστα κεριά, α, ναι και φωτογραφο-θήκες, κοπιάστε από το σπίτι μου. Και παρακαλώ να με πείσετε πως δεν θα ξαναγίνω ποτέ 50 κιλά…

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

Οι νεό-φτωχοί…

Διάβαζα σήμερα στα ΝΕΑ για ένα άστεγο στην Αθήνα ο οποίος διαμελίστηκε από απορριμματοφόρο του Δήμου! Ο άστεγος είχε βρει καταφύγιο σε κάδο σκουπιδιών και την ώρα της αποκομιδής των σκουπιδιών, απορριμματοφόρο του Δήμου άδειασε το περιεχόμενο του κάδου στο φορτηγό, στο οποίο βρισκόταν ο άτυχος άνθρωπος… Ως αποτέλεσμα ο άστεγος βρήκε ακαριαίο θάνατο. Το σώμα του διαμελίστηκε από τις δαγκάνες του μηχανήματος.



Στη συνεχεία παρακολουθούσα μια συζήτηση στην ΕΡΤ τώρα το πρωί στην οποία μιλούσε μία κοινωνιολόγος και έδινε στοιχεία για τη τραγική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τόσοι πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό λόγο της κρίσης… Έλεγε η κοινωνιολόγος πόσο πολύ έχουν αυξηθεί οι άστεγοι στην Αθήνα και πόσο η ζωή κάποιων ανθρώπων άλλαξε από τη μια μέρα στην άλλη. Άνθρωποι με κανονικές δουλειές, με αυτοκίνητο, με σπίτι, άτομα με αξιοπρεπή ζωή, αναγκάσθηκαν μέσα σε μία νύχτα να χάσουν τα πάντα επειδή έχασαν την δουλειά τους. Ειδικά για κάποιους νεότερους, όπου δεν υπάρχει ο κοινωνικός ιστός της οικογένειας να τους βοηθήσει και να τους κάνει να σταθούν στα πόδια τους, η κατάσταση είναι πραγματικά τραγική. Οι άνθρωποι αυτοί, οι «νεόφτωχοι», όπως τους ονόμασε η κοινωνιολόγος, βρίσκουν καταφύγιο στους δρόμους, ζούνε τώρα από τα επιδόματα, είναι επιρρεπείς στο να αρχίσουν την χρήση ουσιών και αλκοόλ, είναι εύκολα θύματα εγκληματικών ενεργειών, είναι εύκολο μέσα στην απελπισία τους να καταλήξουν οι ίδιοι στο έγκλημα.



Στην αντίπερα όχθη, σε ένα άλλο κανάλι, μια ξανθιά μπίμπο, με θήκες στα δόντια και ψεύτικα βυζιά, (μια Ελεονόρα Μελέτη?) έκανε ρεπορτάζ για το αν είναι έγκυος άλλη ξανθιά πρωινατζού, σχολίαζε τους καυγάδες που ξεσπούν στα ριάλιτι μαγειρικής και πόσο χαρούμενη είναι η (ζάπλουτη) Μενεγάκη που πήρε διαζύγιο… Και σκεφτόμουν πως είναι απίστευτη και τόσο αντιφατική και τραγική χώρα η Ελλάδα και πως δυστυχώς πάμε πρόσω ολοταχώς, στα ίδια βήματα, ακολουθώντας τα χνάρια της…

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Τα γαστριμαργικά ανάλεκτα του κυρίου SCHOTT

Τι είναι το «βάπτισμα» του κρασιού? Ποιες ήταν οι τελευταίες γαστρονομικές επιθυμίες διάσημων θανατοποινιτών? Τι είναι η διχόνοια της πουτίγκας? Ποια ήταν η δίαιτα του Γκάντι? Ποια είναι τα φαγώσιμα άνθη και τι είναι το σύνδρομο του κινέζικου εστιατορίου?



Σε αυτά και άλλα πολλά άχρηστα και γοητευτικά ερωτήματα απαντά το καταπληκτικό βιβλιαράκι του Ben Schott «Τα γαστριμαργικά ανάλεκτα του κυρίου SCHOTT», Εκδόσεις Κασταλία, 2007,ο οποίος πριν από μερικά χρόνια είχε ταράξει τον κόσμο των εκδόσεων με τα γενικά του Ανάλεκτα, γεμάτα επίσης άχρηστα ερωτήματα για την ομορφιά του κόσμου.



Το βιβλιαράκι αυτό μου το σύστησε μια φίλη που εκτιμώ και ομολογώ πως ξετρελάθηκα! Αν σας αρέσει το φαΐ με τρόπο πιο ας πούμε ουσιαστικό σας το συστήνω ανεπιφύλακτα και επειδή κυκλοφορεί σε σπουδαίο δέσιμο και πολύ πολυτελές χαρτί αποτελεί και ωραίο δωράκι για φίλους που θέλουν να εντρυφήσουν στην μαγεία του φαγητού και να μάθουν ένα σωρό άχρηστες και γοητευτικές λεπτομέρειες για την γαστρονομία. Είναι ένα βιβλιαράκι χλιδής, που σίγουρα θα μπορούσατε να ζήσετε χωρίς αυτό. Αλλά δεν είναι όλες αυτές οι μικρές απολαύσεις που κάνουν τη ζωή μας πιο νόστιμη? Είναι σαν ένα μικρό ζουμερό και τέλειο σοκολατάκι που δεν το χρειάζεστε πραγματικά αλλά η ζωή μοιάζει καλύτερη μετά από αυτό…

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Ο ηγέτης…

Τις προάλλες χάλασε το πλυντήριο μας… Έκανε ένα ηρωικό πο-σφίξιμο των ρούχων, άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό και αμόλησε μια γενναία δόση νερού στο πάτωμα. Ψάξαμε αμέσως για επιδιορθωτή! Είμαστε σε μια φάση περίεργη στο σπίτι, δεν έχουμε την πολυτέλεια για χαλασμένα πλυντήρια και νερά στα δάπεδα. Ο κύριος Δώρος Σ, που μας συνέστησε θερμά ένας φίλος, ήλθε αμέσως να μας βοηθήσει. Έτυχε εκείνο το πρωί να είμαι σπίτι και τα βολέψαμε άμεσα. Καλή του ώρα και στιγμή.



Ο κύριος Δώρος Σ. κατέφτασε στον προορισμό του στις 8:36 ακριβώς και κοίταξε το πλυντήριο με σοβαρότητα χειρούργου. Όταν του εξήγησα τι ακριβώς συνέβη έκανε διάγνωση πως φταίνε τα ρουλεμά! Στη συνέχεια κάθισε στο πάτωμα και άρχισε χειρουργείο. Του πήρε μισή ώρα να βρει την βλάβη και να κάνει αξιολόγηση του προβλήματος και της τιμής: «Φταίνε όντως τα ρουλεμά. Και θα σας στοιχίσει 100 Ευρώ!» Μετά με κοίταξε με εκείνο το ύφος που υποδήλωνε πως θα ήταν καλή ιδέα να του έκανα καφέ και προχωρήσαμε στην κουζίνα της αποκάλυψης.



Επειδή στην πραγματικότητα είμαι κόρη της μάνας μου και παρά τα φαινόμενα και τις διακηρύξεις μου ψήνω καλό καφέ με παχύ καϊμάκι, έβαλα στον κύριο Δώρο και ένα γενναίο κομμάτι γλυκό κυδώνι (η εποχή τους, να το δοκιμάσετε!) και κάθισα μαζί του στο τραπέζι της κουζίνας να αναλύσουμε την φύση των πλυντηρίων. Ο κύριος Δώρος ωστόσο είχε άλλα σχέδια! Προφανώς, ετοιμάζετε πυρετωδώς να διεκδικήσει την θέση του Προέδρου του Συνδέσμου Γονέων του Δημοτικού Σχολείου του γιού του και θεώρησε καλό να πιάσει τον κουμπάρο τον Παυλή να εξηγηθεί. Αφήνοντας με σύξυλη, απέναντι του στο τραπέζι, να κοιτάζω με αμηχανία το ποτήρι μου, καταπιάστηκε με τον Παυλή για μισή ώρα με όλα όσα θα έπρεπε να γίνουν για να γίνει ο επόμενος πρόεδρος. Ανέλυσε την δράση του στα προηγούμενα χρόνια, ως απλό μέλος της συμβουλίου, τις ικανότητες και τις τεχνικές του, τις αθόρυβες δωρεές του και την παραχώρηση μια ολοκαίνουργιας τηλεόρασης για τον λαχνό των Χριστουγέννων. Έλεγε και έλεγε ο κύριος Δώρος στον κουμπάρο τον Παυλή και ένοιωθα πως τα έλεγε να τα ακούσω εγώ. Πως δεν είναι ένας απλός επιδιορθωτής πλυντηρίων! Είναι ένας μέλλοντας Πρόεδρος! Με δράση και συνεισφορά!



Τον άκουγα και σκεφτόμουν διάφορά. Τι κάνει τους ανθρώπους να ψάχνουν για κάτι αλλιώτικο? Να θέλουν να γίνουν κάτι διαφορετικό. Να θέλουν την επιβεβαίωση στα μάτια μιας ξένης. Τι τους κάνει να γίνουν ηγέτες? Τι είναι αυτό που κινεί τα νήματα στη ζωή? Υπήρξα στη ζωή μου κι εγώ Δώρος. Ψάχνοντας επιβεβαίωση στα μάτια κάποιων ξένων, προσπαθώντας να γίνω κάτι διαφορετικό. Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε, κι εγώ και ο κύριος Δώρος, ίσως και ο κουμπάρος ο Παυλής, είναι πως το αλλιώτικο δεν σημαίνει πάντα καλύτερο. Δεν είναι ανάγκη να είμαστε όπως τους άλλους. Άφησα τον κύριο Δώρο να συνεχίσει την προεκλογική εκστρατεία του και αποσύρθηκα στο υπνοδωμάτιο μου… Δύο ώρες αργότερα μου παρέδωσε το πλυντήριο ολοκαίνουργιο και πήρε την επιταγή με τα 100 Ευρώ. «Είσαι ο καλύτερος επιδιορθωτής πλυντηρίων που γνώρισα ποτέ μου!», του είπα με θέρμη και με κοίταξε παράξενα. Ίσως να περίμενε να πω καλή επιτυχία για την εκλογή του Προέδρου.

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Ο «Τρελός» Παπάς που μας βάφτισε…

Η σχέση της οικογένειας μου με την θρησκεία είναι λιγάκι επιλεκτική. Η γιαγιά μου, ήταν λιγάκι σαν την Λωξάντρα: Μάλωνε με τους αγίους όταν δεν της τα έφερναν δεξιά στη ζωή. Ο μπαμπάς μου, με την συγχυσμένη ακελο-κομμουνιστική ιδεολογία κοιτάζει πάντα τον κλήρο με καχυποψία. Η μάνα μου, πρακτική και καπάτσα σε όλα της, θυμήθηκε την εκκλησία τώρα που μπήκε στην ηλικία για να τα έχει καλά στον άλλο κόσμο. Κι εμείς, τα παιδιά, τα εγγόνια τα ξαδέλφια, κοιτάζαμε πάντα τα Θεία από μακριά.



Την καχυποψία, τις εμμονές και τα ζητήματα που είχαμε με την εκκλησία, κατάφερνε ωστόσο πάντα να μας τα διαλύει ο καλός ιερέας της περιοχής μας. Ο Παπά Γιωρκής. Ο «τρελός» Παπάς της ενορίας μας. Ήταν ένας άνθρωπος απλός, με απίστευτο και απύθμενο χιούμορ, που κατάφερνε πάντα να φέρνει να φέρνει το καλύτερο του κάθε ανθρώπου προς τα έξω. Ήταν έξυπνος, μορφωμένος και προσιτός και αν δεν είχε πάντα την μεγάλη θεολογική απάντηση στις ερωτήσεις μας, είχε πάντα μια αλήθεια και ένα καλαμπούρι να μας πει για τη ζωή. Θυμάμαι πολλές ασύνδετες εικόνες του να με συντροφεύουν σε κρίσιμες στιγμές της ζωής μου και της οικογένειας μου. Την κουβέντα του «Ο άνθρωπος κόρη μου έχει στη ζωή του πάθη και όσο πιο εύκολα το αποδεχτείς αυτό τόσο πιο εύκολα θα δεχτείς τον εαυτό σου». Το χάδι στον ώμο της μάνας μου, όταν πέθανε ο παππούς και τα λόγια «ησύχασε, ξέρεις το. Τα σκανδαλώδη ανέκδοτα του στο νεκροταφείο λίγο πριν κάνει τα τρισάγια και η δικαιολογία του πως και οι πεθαμένοι έχουν δικαίωμα στο χιούμορ! Οι μυστικές αγαθοεργίες του, τα ξενύχτια του να βοηθήσει ανθρώπους που είχαν πραγματικά ανάγκη, η απόλυτη αφοσίωση στον άνθρωπο. Ένα παράδειγμα ιερέα που σου αποκαθιστά την εικόνα σου στον Κλήρο, στα Θεία, την Εκκλησία, τον Θεό και τον Άνθρωπο.



Ο τρελός μας ο παπάς, που βάφτισε εμένα και όλους σχεδόν τους παιδικούς φίλους μου, χαρίζοντας μας ελπίζω κάτι από την απίθανη ανεμελιά που τον συντρόφευε μέχρι τα 77 του χρόνια, εγκατέλειψε πριν τρεις μέρες τα εγκόσμια και πήγε να συναντήσει τον Ήλιο. Λόγοι προσωπικοί, ιατρικοί και άλλοι, που σίγουρα θα τους καταλάβαινε εμπόδισε εμένα και κάποια άλλα από τα παιδιά του να του απευθύνουν ένα τελευταίο αντίο. Θα ήθελα να τον αποχαιρετήσω από εδώ. Είναι ωραία τα κοινότυπά. Και θα το πω: Αν Υπάρχει Παράδεισος μας βλέπει από εκεί ψηλά, πειράζει τα αγγελάκια και χαχανίζει. Αντίο….

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Είναι η Μαίρη Παναγιωταρά...

Τον τελευταίο καιρό σκέφτομαι που πήγαν οι φίλες μου. Όχι σαν υλικές παρουσίες, σαν άτομα. Τις βλέπω θα έλεγα συχνά. Μου λείπουν ως οντότητες. Ως γυναίκες. Ως ουσιαστικά άτομα. Οι περισσότερες μεταμορφώθηκαν σε γυναικούλες.




Εν έχω κανένα πρόβλημα με τις επιλογές που κάνει ο καθένας. Πως λειτουργεί το σπίτι του. Πως μεγαλώνει τα παιδιά του –αν έχει- πως βιώνει τον γάμο του και τον άντρα του. Αλλά οι περισσότερες φίλες μου ξεκίνησαν με καλύτερη υποσχετική. Αλήθεια. Πριν 10 χρόνια, στα 25 μας, δεν υπολόγιζα πως η Άννα θα παντρευόταν έναν τεμπελχανά ο οποίος εργάζεται πολύ λιγότερες ώρες και πολύ λιγότερο σκληρά από την ίδια αλλά δεν κουνά το χέρι του να κάμει μια δουλειά μέσα στο σπίτι. Δεν θα περίμενα πως η Νατάσσα θα περνούσε, μόνη αυτή, τα απογεύματα της, ως κλώνος ταξιτζή και κουβαλά τις κόρες τις σε ιδιαίτερα μαθήματα και ωδεία. Η Γεωργία αναγκάστηκε να αφήσει τη δουλειά της και δουλεύει με μερική απασχόληση για να μεγαλώσει τους γιους τους. Η Ζωή δείχνει να τα έχει παίξει προσπαθώντας να συνδυάσει οικογένεια, ένα νέο σπίτι και καριέρα. Οι σύζυγοι αυτών, που επίσης είχαν ξεκινήσει με καλύτερη υποσχετική, διαβάζουν τις εφημερίδες τους στη βεράντα, βγαίνουν ανελλιπώς τις Παρασκευές με τους φίλους τους, πάνε γυμναστήριο, παίζουν πλέι στέισιον τα απογεύματα και ενίοτε συνοδεύουν τα παιδιά σε παιδικά γενέθλια. Είναι οι περισσότεροι πιο ενημερωμένοι από τις φίλες μου για την πολιτική, για την διεθνή επικαιρότητα. Είναι ξεκούραστοι, ευχάριστοι, καλοί συζητές... Είναι πιο χαρούμενοι και πιο ενεργοποιημένοι.

Τελικά ίσως έχω πρόβλημα με τις επιλογές των άλλων. Με ενοχλεί που οι φίλες μου έγιναν η Μαίρη Παναγιωταρά. Φιλενάδες, υπάρχουν βιβλία να διαβαστούν, ταινίες και βόλτες στον κόσμο, ομορφιά και αγάπη… Υπάρχουν επιλογές!

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Τα μεγάλα ερωτήματα του κόσμου…

Διάβαζα προχτές στα ΝΕΑ πως σύμφωνα με την ιστοσελίδα ASK την οποία προφανώς συμβουλεύονται οι αργόσχολοι αυτού του κόσμου για τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής, υπάρχουν δέκα κύριες απορίες που απασχολούν, αν μη τι άλλο, τον δυτικό κόσμο που περνά τις ώρες του στο ίντερνετ. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα το πιο σημαντικό ερώτημα είναι «Ποιο είναι το νόημα της ζωής», ενώ εξέχουσα θέση κατέχει και το ερώτημα για την καλύτερη δίαιτα του κόσμου! Ιδού τα δέκα μεγάλα ερωτήματα:


1.Ποιο είναι το νόημα της ζωής;

2.Υπάρχει Θεός;

3.Οι ξανθιές είναι πιο διασκεδαστικές;

4.Ποια είναι η καλύτερη δίαιτα;

5.Είναι κανείς εκεί;

6.Ποιο είναι το πιο δημοφιλές άτομο στον κόσμο

7.Τι είναι αγάπη;

8.Ποιο είναι το μυστικό της ευτυχίας;

9.Απεβίωσε ο Tony Soprano; (Προφανώς δεν ήταν σαφές από το τέλος της σειράς αν ο Tony στο τέλος πέθανε).

10.Πόσα χρόνια θα ζήσω;



Jesus. Δεν νομίζετε πως είμαστε πραγματικά αργόσχολοι? Ξέρω πως θα ακουστώ μπανάλ, αλλά φαντάζομαι, σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου υπάρχουν άνθρωποι που μάλλον θέτουν πολύ πιο απλά ερωτήματα: Θα έχω να φάω αύριο? Θα ξημερώσει μια ειρηνική μέρα? Η πάλι… Θα είμαι αύριο ζωντανός…

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Λευκότερη, λεπτότερη… κάτι σαν «εμάς»…

Είναι αμερικανίδες 20 something και το γνωστό περιοδικό ELLE αποφάσισε να τις φιλοξενήσει στο εξώφυλλο του για τον μήνα Οκτώβριο με στόχο να τιμήσει νεαρές γυναίκες από τον χώρο του θεάματος που διαπρέπουν στην τέχνη. (Οι γυναίκες ως γνωστόν σήμερα μόνο στον χώρο του θεάματος διαπρέπουν αλλά ας είναι)… Με τον τελευταία διαδεδομένο τρόπο εκτύπωσης τεσσάρων διαφορετικών εξώφυλλων για τα ειδικά ξεχωριστά τεύχη, το περιοδικό αφιέρωσε το εξώφυλλο σε τέσσερις ξεχωριστές νεαρές υπάρξεις: Lauren Conrad, Megan Fox, Amanda Seyfried και Gabourey Sidibe. Η τελευταία είναι πολύ διαφορετική από τις άλλες τρεις. Είναι υπέρβαρη, πολύ μαύρη και απέχει πολύ από τα δυτικά πρότυπα ομορφιάς. Είναι όμως εξαιρετική ηθοποιός. Πέρσι ήταν υποψήφια για Όσκαρ Α γυναικείου ρόλου για την απίστευτη ερμηνεία της στην ταινία "Precious". Όλα μιλάνε για αυτήν με τα καλύτερα λόγια. Αλλά δεν είναι η Megan Fox. Και το περιοδικό, για να τιμήσει την διαφορετικότητα, της «μεγαλύτερες» γυναίκες (λέγε με πιο χοντρές), τις μαύρες και τις ιδιαίτερες αφιέρωσε το ένα εξώφυλλο στην Gabourey προσαρμόζοντας την όσο μπορούσε στα δυτικά δεδομένα: Την «έκοψε» λιγάκι με το Photoshop, κάνοντας την να φαίνεται πιο λεπτή. Της ξάνοιξε επίσης αρκετά το χρώμα κάνοντας την λιγάκι λευκότερη. Και η δική της φωτογραφία στο εξώφυλλο δείχνει μόνο το πάνω μέρος του σώματος της. Μπούστο. Ενώ οι άλλες τρεις με τις σωστές αναλογίες, εμφανίζονται ολόκληρες στις φωτογραφίες αναδεικνύοντας ακριβώς τα πρότυπα ομορφιάς.



Ούτος η άλλως τίποτα από ότι έχει το περιοδικό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η σύγχρονη γυναίκα, εγώ, εσύ, αυτές που ζούμε ανάμεσα μας, με τον καθημερινό μόχθο και τις δυσκολίες της ζωής, απέχουμε πολύ από τα «πρότυπα» και τα εξώφυλλα. Χρόνια αγώνων και χειραφέτησης και δυσκολιών στην ζωή (ας ρωτήσουμε όλοι την γιαγιά και την μάνα μας) για να ντρεπόμαστε καν να λέμε πως είμαστε φεμινίστρίες λες και πρόκειται για βρισιά να μιλάμε για τα αυτονόητα.

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Δρόμοι παλιοί - Για την φίλη μου την Α...

Δρόμοι παλιοί. Που αγάπησες. Παλιά εκεί. Πριν γίνεις όλα αυτά που δεν θέλησες ποτέ σου. Και σύζυγος και υπάλληλος και νύφη κάποιας και συμπεθέρα αλλουνού-ευτυχώς ακόμα όχι η μητέρα κάποιου άλλου.

Τους βλέπεις τώρα μέσα από τζάμια θολά, ενός μικρού και ταλαιπωρημένου αυτοκινήτου. Στις έξι η ώρα που έχεις σχολάσει απ’ την δουλειά, μέσα στην θύελλα μίας θάλασσας αυτοκινήτων. Κυνηγημένη από τον ίσκιο σου, με το μυαλό ακόμα δοσμένο στην δουλειά. Εσύ που το μόνο που ήθελες ήταν ένα βιβλίο και μια μικρή πορτοκαλιά, ένα γαλάζιο καλοκαίρι και μία ξύλινη καρέκλα.

Δρόμοι παλιοί που αγάπησες, πεζοδρόμια για περπάτημα, με φούστες μακρινές και ανέμελες, με βιβλία παραμάσχαλα, με μαλλιά σγουρά και ατίθασα, μακριά από εμάς τα ταγιέρ και τα κομμωτήρια, απελθέτω από εμέ το ποτήριον τούτον. Δρόμοι παλιοί που αγάπησες, με φίλους καρδιακούς, αγόρια άφυλα, καφέδες και φτηνό κρασί στα πεζοδρόμια. Δρόμοι παλιοί που αγάπησες να τρέχεις με έρωτες μεθυσμένους, με αγάπες της προβληματικής, με αγάπες που ακόμα ταράζουν τον ύπνο σου. Δρόμοι παλιοί και λόγια κοινότυπα, που για σένα εσήμαιναν τα πάντα, μεσάνυχτα στους δρόμους της Λευκωσίας, αμπελοφιλοσοφίες στην παλιά γειτονιά, θυμοί και καμώματα, νάζια και έρωτες, κουβέντες και σχόλια, πολιτικοί δρόμοι, παλιοί που αγάπησες, δρόμοι παλιοί που αγάπησες, αγάπησες πολύ…



Δρόμοι παλιοί που αγάπησες στο δρόμο το καθαριστήριο, μία φούστα, τρία πουκάμισα. Το κασμιρένιο παντελόνι του. Δρόμοι παλιοί που αγάπησες στο δρόμο για το κομμωτήριο. Βαμμένα από ντροπή τα καστανά μαλλιά σου, κόκκινα, να τα τραβά με θυμό η κομμώτρια να σε τιμωρεί. Δρόμοι παλιοί που αγάπησες, δρόμοι για το μπακάλικο. Ο άρτος ημών ο επιούσιος, με τυρί γαλλικό και καπνιστό χαμ Μοζαμβίκης. Δρόμοι παλιοί που αγάπησες στο δρόμο για το σπίτι σου. Δεν έχει αυλή και λεμονιές όπως το ονειρεύτηκες. Δρόμοι παλιοί στο μέση το σπίτι σου, ένα φτηνό διαμέρισμα, ένα ντιβάνι στο πάτωμα, μία μικρή και κουρασμένη η κουζίνα σου. Δρόμοι παλιοί να τους κοιτάς απ’ τα παράθυρα, σκοτεινιασμένη η κρεβατοκάμαρα. Δρόμοι παλιοί, να τους κοιτάς από την τηλεόραση, απολαμβάνοντας μαραζωμένη με δάκρυα το λιτό δείπνο σου . Παρέα σου το δελτίο ειδήσεων-εκείνος πάλι θα μείνει αργά στη δουλειά. Δρόμοι παλιοί, μακριά στην τηλεόραση. Κι εσύ να αγναντεύεις αχόρταγα. Τα κλειστά βιβλία σου, τα δετά τετράδια, η πλάνη ιδέα της θάλασσας σειρήνες που σε τυλίγουν. Δρόμοι παλιοί, που δεν διάλεξες. Που δεν επέλεξες να περπατήσεις, που δεν θα πάρεις ποτέ. Που όσο κι αν τους αγάπησες, θα μείνουν πάντα μακριά να τους αγναντεύεις. Τα κλειστά πατζούρια σου, οι ξανθές κουρτίνες, κλείνεις μπροστά στα μάτια σου τη ζωή που απλώνεται στον ορίζοντα. Αύριο μια νέα μέρα ξημερώνει για τους άλλους. Ο ήλιος θα ανατείλει ξανά αλλά δεν είναι για να ζεστάνει εσένα. Εσύ σαν χάντρα κυλάς και πέφτεις στο κομπολόι της δημιουργίας, σε κράτησε στα δάκτυλα του πέτρα πολύτιμη για λίγα λεπτά ο θεός και σε άφησε αργότερα αργότερα να πέφτεις. Δρόμοι παλιοί που αγάπησες, θα κλείσω την κουρτίνα, αυλαία. Καληνύχτα.

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Η μικρή Ελένη κάθεται και...

Το καλοκαίρι αυτό έκλεισα τα 35. Και όσο και αν τα καλά μου γονίδια (Thanks καλοί μου γονείς!) οι σωστός τρόπος ζωής και η καλή μου αισθητικός με κάνουν να φαίνομαι τουλάχιστον εφτά χρόνια νεώτερη (ή αν θέλετε όπως η ματαιοδοξία μου θέλει να πιστεύω ότι φαίνομαι) δεν παύει παρά να έχω εισέλθει πλέον σε μία νέα φάση ζωής…



Κλασσικά και μπανάλ, επειδή είμαι σπίτι αυτές τις μέρες, πηγαίνω πίσω στις παλιές μου σημειώσεις και ψάχνω να βρω τι ήθελα κάποτε για τον εαυτό μου. Στα 15 μου, πριν 20 δηλαδή χρόνια (Jesus!), ήθελα κοντά στα 30 μου να έχω κατακτήσει τον κόσμο. Η κατάκτηση του τότε κόσμου μου, είχε να κάμει περισσότερο με το να προλάβω τους άλλους στην εκκίνηση (ήμουν πολύ πίσω), να μπορέσω να σπουδάσω που για μένα θα μπορούσε να ήταν ακόμα και όνειρο απατηλό, να μπορέσω κάποτε να κάμω μια ευτυχισμένη οικογένεια, να μπορέσω να ταξιδέψω, να μπορέσω να επεκτείνω, να καταλάβω, να βιώσω τον εαυτό μου και τον κόσμο. Κοιτάζοντας πίσω και κρίνοντας τι ήθελε και τι έκανε ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου μου, οι φίλοι, τα αδέλφια μου, πιστεύω πως κατάφερα αν όχι να κατακτήσω το σύμπαν, να προσπαθήσω να το πετύχω, έντιμα και καθαρά. Δεν πιστεύω πως θα με έκρινε άδικα και αυστηρά ο 15χρόνος εαυτός μου. Δεν πιστεύω πως θα μου μιλούσε για χαμένες ευκαιρίες. Έκανα πάντα ότι μπορούσα, κατάφερα να ξεφύγω από το πλαίσιο που με είχαν φυλακίσει οι καταστάσεις. Και αν στην πορεία έχασα λιγάκι από τον τότε εαυτό μου, υπάρχουν καινούργια κομμάτια που προστέθηκαν και με έκαναν να νοιώθω καλά…

Ξέρω πως στην πορεία έχασα λιγάκι την αθωότητα μου. Αλλά η μικρή Ελένη, ποτέ δεν καθόταν να κλαίει όπως έλεγε το τραγούδι. Θέλω να πιστεύω πως πάντα θα σηκώνομαι απάνω, θα κοιτάζω τον ήλιο και θα δείχνω με το χέρι μου εκείνον που αγαπώ…



Και πιστεύω πως το ξέρει εκείνος που αγαπώ. Μόνο και μόνο για σένα εκείνο το 15χρόνο κοριτσάκι θα μου έγνεφε απαλά πως τα κατάφερα. Η μεγαλύτερη φιλοδοξία της ζωής μου ήταν και υπήρξε πάντα η αγάπη! Πόσα να σου πω ευχαριστώ?

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

You are in the army now…

Χαράς ευαγγέλια σήμερα στο σπίτι της ευρύτερης μου οικογένειας! Φτάνει σπίτι ο στρατεύσιμο υιός. Του αδελφού μου, ο μεγάλος υιός. Ο Σαββάκης μας. Ταλαιπωρημένος, δυστυχισμένος, έχοντας χάσει τρία κιλά, τα γυαλιά του και την ψυχραιμία του, ο αδελφός μου θα πάει στο μακρινό τάγμα που τον τοποθέτησαν να τον παραλάβει και να τον φέρει σπίτι. Τον περιμένει η μάνα του τον Σαββάκη με γλυκά, η δική μου μάνα με μακαρόνια του φούρνου που του αρέσουν, και η υπόλοιπη οικογένεια με ανοικτές τις αγκάλες και τα πορτοφόλια.

Ο Σαββάκης μας, πρέπει να πω, είναι σε καλύτερη φάση από τον πατέρα του και αδελφό μου. Απλώς μουρμουρά και δηλώνει στο facebook μέσω τηλεφώνου (τα ξέρω αυτά επειδή είμαι η cool θεία και με έκανε φίλη του!) ότι περνά την χειρότερη περίοδο της ζωής του! Καλέ μου, τα χειρότερα πάντοτε έπονται! Ο Σαββάκης δεν το ξέρει ακόμα αλλά θα το μάθει σύντομα πως η ζωή είναι δύσκολη και είναι γεμάτη αγώνες και φασαρίες.

Θυμάμαι όταν ο δικός μου αδελφός πήγε στρατό και αναπόφευκτα κάνω την σύγκριση. Με περνά οκτώ χρόνια και ήμουν πάντα η μικρή του αδελφούλα, με προστάτευε πολύ και με αγαπούσε. Εμείς μεγαλώσαμε με μεγάλες δυσκολίες. Την εποχή που έφυγε να πάει στον στρατό ήταν πολύ δίπλα μου και τον χρειαζόμουν. Η φυγή του τότε μου κόστισε πολύ. Κάναμε 40 τόσες μέρες να τον δούμε και όταν ήρθε πίσω είχε γίνει διαφορετικός. Αλλιώτικος. Είχε γίνει ένα αντράκι. Είχα χάσει τον αδελφούλη. Τον σκεφτόμουν πάντα τον στρατό, αυτή την φυγή προς τον ανδρισμό και το άγνωστο, αυτό που είχαν πολλοί άντρες της ζωής μου, τα αγόρια μου, οι συμμαθητές μου, οι συγγενείς μου, οι φίλοι μου. Θα είναι σήμερα αλλιώτικος ο μικρός Σαββάκης? Θα έχει αλλάξει? Θα έχει ανδρωθεί? Ή μήπως η εποχή μας δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιες παρεμβάσεις. Μισο-ελπίζω σήμερα το βράδυ να ξαναδώ το αγοράκι μας. Από την άλλη ελπίζω να έχει λιγάκι μεγαλώσει. Είναι δύσκολο να βλέπεις την ενηλικίωση. Ρωτήστε και τον αδελφό μου! Συνεχίζει να χάνει κιλά και την ψυχραιμία του. Θητεία ξανά μανά. Όλα πάλι από την αρχή…

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

A working class hero!!

Της έσυρε τα εξ αμάξης της πελάτισσας, άρπαξε και δυο μπύρες για τον δρόμο και έφυγε. Ο λόγος για έναν 38χρονο αεροσυνοδό από την Αμερική, που αγανάκτησε με την συμπεριφορά γυναίκας επιβάτη και αποφάσισε να ζητήσει το δίκαιο του! Όπως έγραψαν οι εφημερίδες, ο Στίβεν Σλέιτερ ο οποίος εργαζόταν στην εταιρεία χαμηλού κόστους JetΒlue έκανε παρατήρηση σε μία επιβάτη στη εσωτερική πτήση Πίτσμπουργκ- Νέα Υόρκης η οποία σηκώθηκε από το κάθισμα της πριν ανάψει η επιγραφή «Προσδεθείτε». Ο Σλέιτερ της είπε ευγενικά να παραμείνει στην θέση της κι αυτή όχι μόνο δεν τον άκουσε, σηκώθηκε από την καρέκλα της, τον έβρισε πατόκορφα, άνοιξε τα ντουλάπια να πάρει τις τσάντες της και τον χτύπησε τυχαία και στο κεφάλι. Ο Σλέιτερ απαίτησε να του ζητήσει συγνώμη. Αυτή τον αγνόησε και ο αεροσυνοδός εξερράγει!! Άρπαξε το μικρόφωνο και άρχισε να ουρλιάζει: «Στην επιβάτιδα που μόλις μου είπε ότι είμαι μαλάκας της λέω να πάει να γαμηθεί.! Είμαι χρόνια σε αυτή τη δουλειά και έφτασα στα όριά μου!» . Στη συνέχεια άρπαξε τη χειραποσκευή του, πήρε δύο μπύρες να ‘έχει να πίνει στο δρόμο ενεργοποίησε την αυτόματη τσουλήθρα και βγήκε από το αεροπλάνο. Η αστυνομία τον συνέλαβε 25 λεπτά αργότερα. Αντιμετωπίζει κατηγορίες που μπορεί να τον οδηγήσουν στην φυλακή μέχρι και επτά χρόνια!!



Η ιστορία του αεροσυνοδού έκανε τον γύρο του κόσμου και προκάλεσε κύματα συμπάθειας από τους εργαζόμενους σε παρόμοιες θέσεις και μη (ειδικότερα από εμάς που εργαζόμαστε σκληρά μήνα Αύγουστο). Πιστεύω πως ο καθένας μας θα μπορούσε να ήταν στη θέση του. Πόσες φορές δεν «παίξαμε» νοερά στο μυαλό μας σκηνές απόλυτης εκδίκησης με πελάτες, αφεντικά, προϊσταμένους που μας βρίζουν πατόκορφα, μας κακοποιούν, μας βασανίζουν και εμείς αντιδρούμε παθητικά, με ένα παγωμένο χαμογέλο και την δουλοπρέπεια της εργάτη που έχει ανάγκη? Πόσες φορές δεν χαστουκίσαμε νοερά τον ηλίθιο που μας πρόσβαλε, δεν βγάλαμε τρίχα - τρίχα τα μαλλιά της αντιπαθητικής, δεν κλοτσήσαμε στα άχαμνα τον σκληρό μας εργοδότη? Ελπίζω να μην την πάθει ο μικρός μας ήρωας. Ελπίζω να μην πάει χρόνια φυλακή. Ελπίζω όπου και να είναι να πίνει τώρα άλλες δυο μπίρες που του αρέσουν. Στη υγεία σου μάγκα. Δώσε λίγο ξύλο και για μας.

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Οι καλοσύνες των άλλων (μικρά μικρά ευχαριστώ)

Χρειαζόμουν κάτι. Άμεσα και επίμονα. Και επιτακτικά. Και ήταν λίγο θέμα ιατρικό. Και προσωπικό. Και να σου στα ξαφνικά, ένας άγνωστος, ένα παιδί νεαρό (όπως κατάλαβα από το τηλέφωνο) ο οποίος αγωνίζεται για να με βοηθήσει. Χωρίς να έχει καμία ουσιαστική υποχρέωση. Έτσι, από απλή συμπάθεια. Από καθήκον. Από αληθινή υποχρέωση να κάμει την δουλειά του. Και ίσως και κάτι παραπάνω.



Είναι οι μικρές καλοσύνες των ξένων. Η αληθινή ελεημοσύνη, η βοήθεια. Η άδολη αγάπη. Που δεν περιμένει ανταπόδοση. Και βρίσκεται για πάντα εκεί. Και σε καθηλώνει. Και σε συγκινεί. Και σε κάνει να σκέφτεσαι πως το μόνο που χρειάζεσαι σε αυτή τη ζωή είναι αγάπη…

Ευχαριστώ πολύ Γιάννη…

Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

Ο Πενταδάκτυλος… (Χριστούγεννα στην ΠΕΟ)

Δεν ξέρω πως το θυμήθηκα τώρα μέσα σε αυτές τις ζέστες, αλά μία από τις πιο όμορφες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων ήταν οι εκδηλώσεις που διοργάνωνε η ΠΕΟ τα Χριστούγεννα για τα παιδιά των φτωχών πλην τίμιων και στιβαρών εργατών που βρίσκονταν στους κλάδους της. Κάθε Θεοφάνια, την ημέρα δηλαδή των Φώτων, μαζευόμαστε πανηγυρικά στην μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων της ΠΕΟ (εκεί που τώρα γίνονται οι γενικές συνελεύσεις του Κόμματος) και παρακολουθούσαμε εντυπωσιασμένοι παντομίμες και μικρά θεατρικά, μασουλώντας το σακουλάκι με τις καραμέλες που μας έδιναν για δώρο. Το highlight της εκδήλωσης, ωστόσο, ήταν οι μικρές αυτοσχέδιες παρουσιάσεις των παιδιών που πήγαιναν να παρακολουθήσουν την εκδήλωση. Κοινώς ανεβαίναμε στην σκηνή να πούμε ποιήματα και τραγουδάκια για να μας καμαρώσουν οι γονείς που μας έβλεπαν από κάτω.



Τα Χριστούγεννα του 1981-82 θα ήταν θυμάμαι, πήγαμε με την ξαδέλφη μου την Ρίτσα για να συμμετάσχουμε στην εκδήλωση. Με την Ρίτσα ήμασταν κολλητές και αγαπημένες, συμμαθήτριες και αδελφές ψυχές. Δεν θυμάμαι να είχαμε ποτέ μαλώσει για κάτι και όλοι μας έδειχναν σαν πρότυπα παιδικής φιλίας, κάτι σαν την Ελληνοτουρκική ένα πράμα, επειδή όσο ήμασταν διαφορετικές, άλλο τόσο ήμασταν αγαπημένες. Η Ρίτσα ήταν κοντούλα, μελαχρινή και συνεσταλμένη. Εγώ ήμουν πιο νταρντάνα παιδάκι, ανοιχτόχρωμη και εκδηλωτική. Εκείνη την ημέρα, που μας έπαιρνε στην εκδήλωση ο παπάς της ο θείος Σαββάκης, δεν είχαμε προλάβει να πούμε ή μία στην άλλη το ποίημα που θα λέγαμε. Εγώ ήμουν με την εντύπωση πως η Ρίτσα θα έλεγε το «τρέχει ένας λαγός», μεγάλο σουξέ της εποχής μας στο νηπιαγωγείο και το αγαπημένο της τραγούδι. Εγώ με την σειρά μου θα έλεγα το «Βουνό μου Πενταδάκτυλε». Το «Βουνό μου Πενταδάκτυλε» ήταν ένα ποίημα που πραγματικά δεν θυμάμαι ποιος το είχε γράψει και το οποίο το είχαμε βρει σε ένα αναγνωστικό του δημοτικού της αδελφής μου. Το ποίημα το είχα αποστηθίσει (δεν ήξερα να διαβάζω τότε) και το έλεγα σε κάθε δυνατή ευκαιρία. Κυρίως επειδή τα πέτρινα εκείνα χρόνια του Κυπριακού δημιουργούσε τρομερή εντύπωση στους μεγάλους! Το έλεγα την ώρα που ξυπνούσα, στα διαλείμματα στο νηπιαγωγείο, το απόγευμα στο σπίτι. .Το ίδιο και η Ρίτσα αφού ήμασταν όλη την ημέρα μαζί. Θυμάμαι που κάναμε κούνιες και απαγγέλαμε δυνατά. Τόση εντύπωση μας είχε κάνει. Και δώς του οι μεγάλοι να μας χειροκροτούν. Και δώς του να μας κοιτάζουν δακρυσμένοι… Επειδή ωστόσο εγώ είχα φέρει στην παρέα μας αυτό το ποίημα νόμιζα πως δικαιωματικά μου ανήκει. Και πως η Ρίτσα θα γνώριζε πως είχα κάθε δικαίωμα να το πω στην γιορτή.

Αμ δε! Με τρόμο αντιλήφθηκα καθοδόν μόλις για την εκδήλωση, πως είχε σκοπό να κλέψει την δόξα μου και να απαγγείλει τον Πενταδάκτυλο. Ξαφνικά αρχίσαμε να μαλώνουμε! Η Ρίτσα ήταν ανένδοτη, αλλά εγώ ήμουν πιο ψηλή! Το ποίημα ήταν δικό μου! Δεν είχε κανένα δικαίωμα να το πει! Ο θείος Σαββάκης μάταια προσπαθούσε να μας πείσει να το πούμε μαζί. Το ποίημα ήταν δικό μου. Τελεί. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο για την εκδήλωση με σπρωξιές. Πήγαμε τρεχάτες στα παρασκήνια κοιτάζοντας με μίσος ή μία την άλλη. Ούτε σακουλάκια με καραμέλες προλάβαμε να πάρουμε. Η μόνη μας έγνοια ήταν ο Πενταδάκτυλος! Όταν πλησίαζε η σειρά μας να βγούμε στην σκηνή η καλή και μειλίχια Ρίτσα μου τράβηξε με δύναμη τα κοτσιδάκια! Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα και της έριξαν μια σκουντιά στην κοιλιά. Συνήλθε γρήγορα και κλότσησε στο πόδι και ανταπέδωσα άμεσα σπρώχνοντας της πίσω από την κουρτίνα. Πάνω στην ώρα. Είχε έρθει η σειρά μου να βγω. Αναμαλλιασμένη, αναστατωμένη, με μάτια δακρυσμένα από τον πόνο και την προδοσία της Ρίτσας, έδωσα μια ανεπανάληπτη ερμηνεία για τον Πενταδάκτυλο. Ακόμα θυμάμαι το χειροκρότημα του κοινού. Στάθηκαν όρθιοι και συγκινημένοι. «Ιδού, το πεντάχρονο, κατόρθωσε πνιγμένο στην συγκίνηση να μας παρασύρει.» Δεν είμαι σίγουρη αν ήταν αυτός, αλλά νομίζω ο Αβραάμ Αντωνίου, που έγινε αργότερα ΓΓ της ΠΕΟ έδωσε συγχαρητήρια στον παπά μου. Γνώρισα μεγάλες δόξες.

Όσο για την Ρίτσα… χε χε… Είπε τον λαγό… Και έκανε τρεις μέρες να μου μιλήσει. Αλλά αφού της είχα πει. Το ποίημα ήταν δικό μου. Και επίσης ήμουν και πιο ψηλή.

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

Οι κοκόνες της Θάλασσας…

Έχω μία μικρή αντιπάθεια για τις καλλίγραμμές 30φεύγα κακομαθημένες Λευκωσιάτες, με τα δύο κουτσούβελα και την Αγγλοκυπριακή Αξάν (μα θα πάθουμε κολάπς από την ζέστη!), που έχουν διαμέρισμα με πισίνα στον Πρωταρά (μα κάνει ζέστη και την βγάζουμε στο Βρυσιάνα!), που καλούν κόσμο στην πισίνα το βράδυ (Ελάτε! θα μας κάνει η Αννίτα η Φιλιππινέζα σουβλάκια!), που έχουν την εν λόγω Φιλιππινέζα να βουρά τα εν λόγω κουτσούβελα φορώντας φούστες μακριές μέσα στο νερό (Αννίτα τεϊκ κεαρ τον Ιωάννη και την Ισαβέλλα!!δέι αρ ιν δε σι!), μιλούν στο τηλέφωνο 45 λεπτά στην παραλία με την κολλητή τους για την ανακαίνιση του σπιτιού τους (άτε ρε! 5000 ευρώ η κουζίνα? Να μου πεις και μένα να πάω!), σε μία παραλία τόσο πυκνό καταλυμένη που βλέπαμε πως το τζελ του πορτοκαλί νυχιού θέλει επειγόντως επίσκεψη στην αισθητικό (θα πάω στην Στάλλω την Τετάρτη. Μανικιού πετικιούρ. Ναι ναι, τα κάμνω κοραλλιά). Οι εν λόγω με κάνουν να σκέφτομαι: Καλά εγώ πού ζω? Και πως ζώ? Και το κυριότερο. Μανικιού πετικιούρ στην Στάλλω? Κοραλί? Jesus!



Εσείς πώς περάσατε το σαββατοκύριακο?

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Το τραίνο

Η μάνα μού, μου μιλούσε συχνά για το τραίνο. Έτρεχαν λέει μαζί με τα άλλα παιδιά, ξυπόλυτα, κάθε που ήταν να περάσει και το κοίταζαν με μάτια ορθάνοιχτα. Είναι σαν να βλέπω μπροστά μου τη σκηνή. Ένα τσούρμο παιδάκια παραταγμένα δίπλα από τις ράγες να κοιτάνε με εκείνο τον θαυμασμό που μπορείς να έχεις μόνο όταν είσαι παιδί το μεταλλικό θηρίο να τους πλησιάζει, να τους αγγίζει σχεδόν και τους προσπερνά με θόρυβο. Έβλεπαν το τραίνο με τα άλλα παιδάκια της γειτονιάς. Τουρκόπουλα, Ρωμιοί, εκείνα τα δύσκολα χρόνια λέει όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία. Δεν θα μπορούσαν να έχουν. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια τη μόνη σημασία κατείχε η φτώχεια. Παιδάκια πονεμένα, με γονιούς που δούλευαν νύχτα μέρα για να τους ζήσουν, παιδάκια που μεγάλωσαν μόνα στην ανάγκη της ανέχειας, παιδάκια που μεγάλωσαν άλλα παιδάκια, παιδάκια πονεμένα που κράταγαν τα χέρια σφικτά και κάποτε έκλειναν τα μάτια και ονειρεύονταν. Αχ πόσο θα ήθελαν να βρίσκονταν κάποτε μέσα σε αυτό το τραίνο. Σε αυτό το θηρίο που διέσχισε με θόρυβο όλη την Κύπρο και θα μπορούσε να τους πάει κάποτε παντού, σε ένα καλύτερο μέλλον, στο ίδιο το μέλλον, εκεί που υπάρχει κάτω από ένα φωτεινό ήλιο –της Καρπασίας;- ένα όμορφο μέρος γεμάτο αγάπη.

Τα χρόνια περάσαν. Τι τετριμμένο. Και έμειναν εκείνα τα παιδάκι, Τουρκόπουλα, Ρωμιοί, δεν έχει σημασία. Βλέπουν ξανά να περνάει από μπροστά τους το τραίνο. Το βλέπουν να έρχεται, τους πλησιάζει, τους αγγίζει σχεδόν και τους προσπερνά θυμωμένο. Τώρα πλέον κλείνουν σίγουρα τα μάτια. Δεν μπορούν πια να το δουν. Εκείνο το τραίνο, που διασχίζει όλο το νησί δεν μπορεί πλέον να τους πάρει σε εκείνο το καλύτερο μέρος, στο μέλλον, σε εκείνη την γωνιά της Καρπασίας με τον μεγάλο ήλιο. Το τραίνο δεν μπορεί. Κανείς δεν θα επιβιβαστεί. Κανείς δεν θα γνωρίσει τελικά την αγάπη.

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Βιβλίο – Η σύγκρουση… Η ΕΟΚΑ από τα μάτια των Εγγλέζων

Το Σαββατοκύριακο το πέρασα διαβάζοντας ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο (παρεμπιπτόντως δεν είναι από τα ωραιότερα να ξαπλώνεις στην παραλία με ένα καλό βιβλίο στο χέρι?) το οποίο με προβλημάτισε λιγάκι πολύ. Το βιβλίο έχει τον τίτλο «Η σύγκρουση» και είναι της Sadie Jones (στα Αγγλικά κυκλοφορεί με τον τίτλο «Small Wars») και με φόντο την Κύπρο του 1956 μας περιγράφει για λίγο την ζωή ενός στρατιωτικού, του Χαλ Τρέχερν ο οποίος παίρνει μετάθεση και έρχεται στην Κύπρο μαζί με την οικογένεια του και καλείται να αντιμετωπίσει αυτό που για τους Εγγλέζους αποτελεί τρομοκρατική οργάνωση και για τους έλληνες της Κύπρου ηρωική εξέγερση για ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Το βιβλίο, έχει σαν φόντο την Κύπρο και τον ανταρτοπόλεμο που διεξάγεται, τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την κατάσταση οι Άγγλοι, την ζωή των Βρετανών στρατιωτικών σε μία περίοδο που η πάλαι ποτέ Κραταιά Βρετανική αυτοκρατορία αρχίζει να χάνει εδάφη. Η βασική ουσία του κειμένου, είναι ωστόσο, η κατάρρευση του ιδεαλισμού του Χαλ Τρέχερν για την πατρίδα του, για τα ιδανικά που είχε ως στρατιώτης, για τα ανθρώπινα και άυλα πρότυπα που είχε μεγαλώνοντας. Και πως αντιμετωπίζει ως στρατιωτικός πρώτα και ως άτομο ύστερα αυτή την εσωτερική του πορεία και καταστροφή. Επίσης ποιες συνέπειες έχει όλο αυτό στον γάμο του, στις σχέσεις του με την γυναίκα της ζωής του και τους άλλους γύρω του… Η σύγκρουση είναι μεγάλη, απόλυτη και εν τελεί εσωτερική.

Στο βιβλίο η Κύπρος δεν είναι η αιτία, είναι μάλλον η αφορμή. Αν το βιβλίο διαδραματιζόταν στις Ινδίες, δεν θα μου έκανε την εντύπωση που μου έκανε. Μου έκανε εντύπωση και ίσως και να με ξένισε λιγάκι ο τρόπος που η συγγραφέας περιέγραφε την ΕΟΚΑ, αν και σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγα πως η στάση της δεν ήταν αρκετά αντικειμενική. Θα την έλεγα μάλιστα πολύ προσεκτική, ίσως περισσότερο προσεκτική από ότι αρμόζει σε κάποιον που λέγεται συγγραφέας. Αλλά διαβάζοντας το βιβλίο, στην αρχή με σόκαρε κάπως που έλεγε την ΕΟΚΑ οργάνωση τρομοκρατική, με ξένισε που κατά την γνώμη μου δεν προέβαλλε τον αγώνα στην διάσταση που του έπρεπε, που απογύμνωνε τα γεγονότα και τα προέβαλλε με τρόπο που να εξυπηρετούν την πλοκή του έργου της… δεν λέω παραπάνω επειδή νομίζω πρόκειται για ένα βιβλίο που αξίζει να το διαβάσει κανείς… Κυρίως για όλα αυτά τα εσωτερικά πάθη του ήρωα ο οποίος σταθερά και οδυνηρά, αποβάλλει το δέμα του στρατιώτη και εμφανίζεται γυμνός και άοπλος μπροστά μας, σαν άνθρωπος.



Διαβάζοντας το βιβλίο σκεφτόμουν αυτά τα κλασσικά, πως αυτό που είμαστε το διαμορφώνει τελικά το ίδιο το σύστημα, πως είμαι προϊόντα μία εκπαίδευσης που αναμορφώνεται σε κάθε περίπτωση ανάλογα, πως στόχο είναι να μας στρατεύσει να σκεφτόμαστε με τον τρόπο που εξυπηρετεί το εκάστοτε κράτος και σύστημα. Χρειάζεται πολύς χρόνος να μπορέσουμε τελικά κι εμείς ως άτομα να αποβάλλουμε όλα αυτά για τα οποία μας μεγάλωσαν, να γίνουμε ικανοί να σκεφτόμαστε από μόνοι μας, να αποτάξουμε τα όποια ιδανικά. Είμαστε λιγάκι σαν τον ήρωα του βιβλίου, τον Χαλ, και σαν κι αυτό, αργά και οδυνηρά πρέπει να αποβάλλουμε το δέμα που μας φόρεσαν και να βρούμε τον αληθινό μας εαυτό, την καθαρή και αυτούσια σκέψη, την ανθρωπιά μας. Είναι για αυτό που το βιβλίο λειτούργησε μέσα μου σε πολλά επίπεδα. Της αυτογνωσίας ή για να θυμηθώ λιγάκι από τα νιάτα μου, της αυτοκριτικής…

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Η Κατερίνα- ε π έ σ τ ρ ε ψ ε

Στρουμπουλή, αφράτη, ζυμαρένια. Ένα μωρό. Είπε δεκαοκτώ. Με το ζόρι δεκαεφτά. Με πολύ ζόρι. Άβγαλτη. Σιταρένια. Ένα αρνί, άσπρο μυρωδάτο, έτοιμο για την σφαγή…Την γνωρίσαμε στο πάρτι της Άντρης. Είχε έρθει μαζί με τον Γιάννο. Καλό παιδί ο Γιαννάκης. Χτίστης, Δουλευτής. Εργολάβος. Τέλειωσε το γυμνάσιο μα δεν έκλεισε τα μάτια του, ούτε το μυαλό του. Διαβάζει, ακούει μουσική, αυτομορφώνεται. Τότε πως γίνεται. Ο Γιάννος, με μια Ρωσίδα? Ακόμα χειρότερα, με μία ρωσιδούλα? Μαζί με το μωρό? Το αρνί?



Γνωριστήκανε σε ένα μπαράκι, μου είπε η μικρή. Είχε έρθει μόλις πριν δύο μήνες στην Κύπρο, έμενε με δύο φίλες της. Με αυτές πήγε στο μπαράκι. Ο φίλος του Γιάννου τις πλησίασε. Ο Γιαννάκης ήτανε σοβαρός. Αυτή τον έπιασε στην κουβέντα. Κάτι στα μάτια του. Θλιμμένα μάτια. Σαν του αδελφού της του μεγάλου. Σαν τα μάτια του Σάσα. Τέλος πάντων. Αυτή του έπιασε την κουβέντα. Στα Αγγλικά. Ναι, αυτή δεν μιλά καλά, αλλά αυτός μιλά ακόμα χειρότερα. Σπασμένα… Είναι τίποτε γερό σε αυτές τις καταστάσεις? Να μείνουν τα Αγγλικά? Πάντως κουτσά στραβά συννοηθήκανε. Μιλήσανε. Ούτως η άλλως αυτουνού μετρημένες οι λέξεις του. Το κατάλαβε. Δεν ήθελε πολλά. Ούτε αυτή ήθελε πολλά. Τα βασικά ήθελε. Δικαίωμα στο όνειρο. Ηλεκτρικό ρεύμα για παράδειγμα. Που να μην διακόπτεται. Και τηλεόραση. Ραδιόφωνο. Ωραία ρούχα. Ζεστό κρεβάτι. Καλό φαΐ. Καλή παρέα. «Ανθρώπινα δικαιώματα». Μία δεκαεφτάχρονης. Με το ζόρι. Και καλά, στο χωριό σου, εκεί, δεν τα είχες αυτά? Στο χωριό της, εκεί, όχι, δεν τα είχε αυτά. Ένα χωριουδάκι μια σταλιά. Δίπλα από τη μεγάλη πόλη. Σιβηρία. Πολύ κρύο εκεί. Παγωνιά αφόρητη. Παγωνιά που μπαίνει ολόισια στην ψυχή. Ο αδελφός που έλεγε πριν, ο Σάσα, έτσι είναι η ψυχή του, παγωμένη. Και αυτή πιστεύει, όχι σίγουρα, το ξέρει, ότι φταίει το χιόνι, ο παγωμένος αέρας, το ψύχος. Εργάτης ο αδελφός της, πατέρα δεν έχει, μία μάνα και τρία μικρότερα αδέλφια. Ο Σάσα δεν ήθελε να φύγει. Την ήθελε να μείνει. Η μάνα της όμως την έσπρωξε να πάει μακριά. Να στέλνει και λίγα λεφτά για τα αδέλφια της, 15, 12 και 10 χρονών. Αγόρια τα δύο, το μικρότερο κορίτσι. Να πάει να βρει την τύχη της. Εδώ? Σε τούτον τον τόπο? Εδώ, σε τούτον τον τόπο. Δεν είναι κουτή. Έχει ακούσει τι γίνεται παντού στην Ευρώπη. Κάτσανε με την μάνα της και τα συζητήσαμε. Η Κύπρος, τόπος μικρός, κλίμα ζεστό, βαριά καλοκαίρια. Στους μικρούς τόπους οι άνθρωποι είναι καλύτεροι είπε η μάνα της. Και το αποφασίσανε. Μαζί το αποφασίσανε. Τα κανονίσανε μόνες. Όλα. Του Σάσα του τα είπε όλα δέκα λεπτά πριν φύγει. Του είπε φεύγω! Πηγαίνω στην Κύπρο. Είναι τόπος μικρός, με ανθρώπους καλούς, με βαριά καλοκαίρια. Βαρέθηκα το κρύο. Κι επειδή αυτός δεν της μίλησε, μόνο την κοίταζε με τα θλιμμένα γαλάζια του μάτια, μάτια ενός μωρούς σε σώμα αρκούδας, 1,90 ύψος παλικάρι, του φώναξε ότι είναι για αυτό ακριβώς που φεύγει, επειδή δεν αντέχει, δεν θέλει, να γίνει σαν εσένα, θλιμμένε, γιγαντόσωμε Σάσα με τον πάγο στην ψυχή θέλει να φύγει να ζήσει την ζωή της. Να δουλέψει να δει άλλους τόπους, να στείλει λεφτά στα παιδιά! Κυρίως Δ ε θ έ λ ε ι ν α γ ί ν ε ι σ αν ε σ έ ν α Σ ά σα!!! Το καταλαβαίνεις? Δεν θέλω να γίνω σαν εσένα γαμώτο! Θέλω να ζήσω. Αυτά του είπε του Σάσα, θυμωμένα. Και έφυγε. Ούτε γεια δεν του είπε. Ύστερα δηλαδή μετάνιωσε, τώρα σκέφτεται να κάτσει επιτέλους να του γράψει ένα γράμμα, να του εξηγήσει… Να του πει ακριβώς τι γίνετε. Με τη μάνα της μιλήσανε στο τηλέφωνο αλλά του Σάσα θέλει να του γράψει. Μόνο έτσι καταλαβαίνει αυτός, αν καταλάβει ποτέ του… Τέλος πάντων. Τώρα ψάχνει για δουλειά ασφαλώς, τα λίγα λεφτουδάκια που έφερε μαζί της πετάξανε, οι φίλες άρχισαν την μουρμούρα… Σκέφτεται λίγο τι να κάνει. Η Ρουσλάνα επιμένει να την πάει μαζί της εκεί που δουλεύει, καλό μαγαζί. Της λέει να πάει στην αρχή να κάνει την σερβιτόρα, στους Κύπριους άντρες αρέσουν οι μικρές ξανθές ρωσίδες. Έτσι είπε η Ρουσλάνα. Μετά βλέποντας και κάνοντας. Αν της αρέσει συνεχίζει. Κάτι για χορό της ανέφερε, κάτι για μπαλέτα, αλλά αυτή δεν ξέρει, δεν νομίζει, με τον χορό ποτέ δεν είχε πολλά πολλά. Αν και η εδώ που τα λέμε ούτε η Ρουσλάνα είχε πολλά πολλά και την βλέπεις τώρα κάτι λεφτά που χτυπά με τους χορούς και τα μπαλέτα. Την ξέρει καλά αυτά τη Ρουσλάνα? Είναι φίλη της, την εμπιστεύεται? Όχι καλά δεν την ξέρει, φίλη της φίλης της είναι, κι αυτή δηλαδή ψιλοχωριανή, ένας άνθρωπος από τον οποίο πιάστηκε όταν ήρθε, ένα γνώριμο μονοπάτι, δύο λέξεις στην γλώσσα της. Καλή η ψιλοχωριανή, μιλάνε για το χωριό, μιλάνε και για το Σάσα. Πάντα το ήξερα της λέει, ότι εσύ θα έφευγες, δεν ήσουν σαν του άλλους, την μάνα σου και το Σάσα, δεν είχες ποτέ τόσο θλιμμένα μάτια. Καλή η ψιλοχωριανή. Ένα μονοπάτι γνώριμο, στην γλώσσα της, όχι σαν αυτή τη Ρουσλάνα που βρωμάει το χνώτο της τσιγάρα και αλκοόλ. Που βρωμάει απελπισία και φόβο. Δεν της αρέσει τελικά αυτή η Ρουσλάνα, μπορεί να την φοβάται και λίγο. Τις προάλλες που γύρισε με χείλη ματωμένα, με το μάτι πρησμένο, στις τρεις το πρωί, ξύπνησε να πιει νερό και την είδε καταματωμένη να κάθεται στον μικρό καναπέ και να κλαίει. Να κλαίει παράξενα, ανέκφραστα, μόνο τα μάτια της έτρεχαν έτρεχαν, βουβό απαίσιο θέαμα. Τι έχει Ρουσλάνα, τι έπαθες? Έπεσες, χτύπησες? Έπεσα, χτύπησα. Φύγε από εδώ. Δεν θέλω να βλέπω κανένα. Τι θες κι εσύ, τι θέλετε όλοι από τη ζωή μου? Γιατί με κοιτάζεις έτσι? Νομίζεις δεν υπήρξα κι εγώ εσύ? Ένα ζυμαρένιο μωρό. Μία αθώα. Γύρε, φύγε, αλλά φύγε. Πήγαινε πίσω στη μάνα σου, στο χαμένο χωριό, πήγαινε πίσω στον αδελφό σου, πήγαινε πίσω στον Σάσα ε π έ σ τ ρ ε ψ ε! Φύγε να γλιτώσεις και ίσως τα καταφέρεις να μην γίνει σαν εμένα. Παράξενη κοπέλα. Το πρωί πάλι δεν μιλιόταν. Η ψιλοχωριανή της έβαλε αμίλητη πάγο και αλοιφή στα βλέφαρα κι αυτή δεν μίλαγε. Δεν ξέρει τελικά τι να κάνει μαζί τους. Θέλει να φύγει αλλά δεν ξέρει να πάει που. Λέει να το συζητήσει λιγάκι με τον Γιάννο αυτό, δεν ξέρει θα δει. Στο κάτω κάτω δεν είναι μωρό. Δεν είναι μωρό. Όχι, δεν είναι μωρό, και μην την κοιτάζεις σε παρακαλώ έτσι γιατί εκνευρίζεται. Νέα, ναι, είναι νέα, αλλά δεν είναι μωρό. Εσύ δηλαδή που κοιτάζεις έτσι πόσο είσαι? Πόσο νομίζεις? 25? Βάλε άλλα πάντα. Τριάντα. Τριάντα? Τριάντα? Άρα εσύ κοντά μου, είσαι μωρό. Στρουμπουλή, αφράτη, ζυμαρένια. Ένα μωρό. Λες δεκαοκτώ. Με το ζόρι δεκαεφτά. Με πολύ ζόρι. Άβγαλτη. Σιταρένια. Ένα αρνί, άσπρο μυρωδάτο, έτοιμο για την σφαγή…Να φύγεις. Φύγε από αυτό τον τόπο, τόπος μικρός, κλίμα ζεστό, βαριά δύσοσμα καλοκαίρια. Φύγε να γλιτώσεις. Δεν ξέρεις τι σε περιμένει. Φύγε. Ε π έ σ τ ρ ε ψ ε! Να επιστρέψω που? Δεν ξέρεις εσύ, δεν είδες, μην μιλά. Δεν ξέρεις πως είναι. Χωρίς ήλιο, χωρίς αγάπη, χωρίς όνειρα. Θέλω να ζήσω. Χριστέ μου. Ανόητο. Χαζό κορίτσι. Αυτός είναι ο αριθμός μου. Τηλεφώνησε μου όταν μπλέξεις. Δεν θα μπλέξω. Τηλεφώνησε μου. όταν θα νοιώσεις πως ήρθε η ώρα να επιστρέψεις. ε π έ σ τ ρ ε ψ ε.

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

Τα αγοράκια που φιλούν γοργόνες…

Σπάνια τα γραπτά κάποιων ανθρώπων σου μένουν τόσο στην καρδιά και σου τριβελίζουν το μυαλό για μέρες. Ακλουθώντας το παράδειγμα του φίλου Στροβολιότη αναδημοσιεύω κι εγώ το ρεπορτάζ της Κατερίνας Ηλιάδη από την εφημερίδα Αλήθεια. Κατερίνα μπράβο σου. Δεν έχω λόγια για το αγοράκι που πάει στο γιαλό και φιλάει γοργόνες…



ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΡΙΖΟΚΑΡΠΑΣΟΥ

Της Κατερίνας Ηλιάδη

«Ταξίδευες κυνηγημένη από την μοίρα σου για την καταπράσινη μα πένθιμη Καρπασία»*

- Τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου;

- Πανίκκος: Κουελλάρης.

Ιωσήφ: Τζιαί μένα εν κουελλάρης, αλλά όμως εν τζιαί ψαράς.

- Και πως περνάτε τις μέρες σας εδώ, τώρα που είναι και διακοπές;

- Πανίκος: Γυρίζουμε ούλλη μέρα. Παίζουμε. Την Κυριακή πάω εκκλησιά.

- Ιωσήφ: Εγιώ εν πάω, βαρκούμαι.

- Πανίκος: Πάει στο γιαλό.

- Και τι κάνεις στο γιαλό;

- Ιωσήφ: Βρίσκω γοργόνες τζιαί φιλώ τες.

Τα παιδιά στην Καρπασία μιλούν μόνον για τις αίγιες του παπά τους, τις κουέλλες, το σιτάρι και το κριθάρι, τον γιαλό και τα ψάρια, και τα Τουρκούθκια, τους φίλους τους, που παίζουν μαζί όλη μέρα στις αλάνες και τα χωράφια.

- Κορίτσια δεν έχετε στην παρέα σας;

- Ιωσήφ: Να σου πω ποιαν αγαπώ;

- Να μου πεις ποιαν αγαπάς.

Ιωσήφ: Την Γιασεμί και την Χουτνούν. Αλλά εννά παντρευτώ την Γιασεμί.

Πανίκκος: Εμένα βουρούν με που πίσω οι Τουρκούες να με δέρουν.

Ο Ιωσήφ, με δυο τεράστια υγρά μάτια κάρβουνο που βγάζουν σπίθες, έτρεχε πάνω κάτω με το φίλο του, 6 – 7 χρόνων και οι δύο, ανεβοκατέβαιναν στα κάγκελα του σχολείου τους και περιέγραφαν το όνειρο τους να πετάξουν, όχι μακριά όμως, πάνω που το χωριό τους και τη θάλασσα τους. Είναι όλα δικά τους. Όλα τα πράγματα που απολαμβάνουν τα συνοδεύουν με το κτητικό «μου» -ω τραγική ειρωνεία- υπό τη διακριτική πλέον παρουσία των αστυνομικών του «κράτους» των κατεχομένων. Οι μεγαλύτεροι ξεχνιόνται όλο και πιο συχνά πια: η «κυβέρνηση» μας ποδά έτσι, η «κυβέρνηση» μας ποδά άλλως πως.

Ακριβώς την ίδια ώρα που στο Πανηγύρι της Χαράς και της Αγάπης, στον περίβολο του Γυμνασίου Ριζοκαρπάσου, ο ένας πολιτικός (σαν τους ανθρωπολόγους που επισκέπτονται ιθαγενείς) μετά τον άλλο διάβαζαν λόγους, πολλά λόγια, πάρα πολλά μπλα μπλα μπλα, για τους ζωντανούς ήρωες της μαρτυρικής Καρπασίας -εκτός τόπου και χρόνου ψηφοθηρικές ομιλίες- στην περιφέρεια της εκδήλωσης ξεδιπλωνόταν όλη η τραγική αλήθεια του Κυπριακού. Μόνο ο ποιητής, ο Χατζιήπαπας, είχε κάτι να πει – μίλησε για τα λίγα πηγάδια του τόπου μας που στέρεψαν και ξερνούν τα κόκαλα της Κύπρου μας.

Όσο πλαταίνουν οι δρόμοι στα κατεχόμενα τόσο στενεύουν τα περιθώρια επίλυσης του Κυπριακού. Η Καρπασία μοιράζεται στα δύο. Είναι συγκλονιστικό αυτό που συμβαίνει. Μια τεράστια λεωφόρος σχίζει την καρδιά της χερσονήσου. Οι επενδύσεις στα κατεχόμενα μεταφέρονται σε εκείνη τη στενή λωρίδα γης που λούζεται στη Μεσόγειο και πολύ πιο σύντομα, απ’ ότι προβλέπουν οι διορατικοί πολιτικοί του μακροχρόνιου αγώνα, θα μεταμορφωθεί σε ένα πλωτό Λας Βέγκας. Ξεχάστε (και) το Καρπάσι που ξέραμε.

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ ΚΑΡΠΑΣΙΑ

Ο τόπος εν ο άνθρωπος

ΓΡΑΦΕΙ Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΗΛΙΑΔΗ

kateliadi@gmail.com

Το Πανηγύρι της Χαράς και της Αγάπης που διοργάνωσε το Γυμνάσιο του κατεχόμενου Ριζοκαρπάσου με τη στήριξη κάποιων ευαίσθητων μονάδων -αφανών πατριωτών που νοιάζονται πραγματικά για την επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού στην Καρπασία- αποτέλεσε μια από τις σπάνιες ευκαιρίες που έχουν οι εγκλωβισμένοι για έξοδο. Η ζωή τους όλη είναι για τις γυναίκες το σπίτι και για τους άντρες σπίτι – μάντρα ή σπίτι – χωράφι και κάποιες φορές το καφενείο. Οι τελευταίοι εγκλωβισμένοι της Καρπασίας αντιμετωπίζονται σήμερα από τους πολιτικούς, περίπου σαν ζωντανό μουσειακό κομμάτι της αγροτικής Κύπρου του ’60 που ακολουθεί τη φυσική του πορεία: χάνεται μαζί με την χερσόνησο. Όσον για τη νεολαία, τα κορίτσια ονειρεύονται να σπουδάσουν, φεύγουν για να πραγματοποιήσουν τα όνειρα τους και δεν επιστρέφουν ποτέ. Τα αγόρια, όσα μείνουν, γίνονται κτηνοτρόφοι και αγρότες.

- Γιατί δεν παντρεύτηκες μέχρι τώρα;

- Εν έσιει γεναίτζιες. Φεύφκουν.

- Δεν σκέφτεσαι το ενδεχόμενο να παντρευτείς κάποιαν απ’ εδώ;

- Μα Τουρκούα; Τζιαι ύστερα να λαλείτε τα λόγια σας;

Από τον βολικό καναπέ μας στο air condition του σπιτιού μας στις ασφαλείς ελεύθερες περιοχές, τα λόγια είναι εύκολα.

Οι νεαροί εκεί έχουν όλοι παράπονο. Τα τελευταία χρόνια, οι εκάστοτε κυβερνώντες τους τάζουν ότι θα τους στηρίξουν οικονομικά, θα τους στείλουν μηχανήματα, ώστε να μπορούν να καλλιεργούν τα χωράφια τους και να συντηρούν τα ζώα τους, για να μπορέσουν να κρατήσουν τα κορίτσια στο χωριό, να κάμουν οικογένειες, να γεννήσουν παιδιά, να υπάρξει η συνέχεια τους στην Καρπασία. Μόνον λόγια, ομιλίες πολλές, υποσχέσεις και συγκαταβατικά κτυπήματα στον ώμο παίρνουν. Τίποτα ουσιαστικό μέχρι στιγμής, λένε. Όλοι.

Η γιαγιά η Λούλλα, 82 χρόνων, στο τριήμερο Πανηγύρι της Χαράς και της Αγάπης (18 – 20 Ιουνίου), έφτιαχνε μακαρόνια: «Κάμνω μακαρούνια, λαλούν τα κορασιές. Είναι λεπτά και μακριά σαν τις κορασιές της Καρπασίας».

Στα αριστερά της, η συντοπίτισσα της έφτιαχνε χαλλούμια από γάλα που γάλεψε από τα ζώα του κοπαδιού της. Στα δεξιά, η άλλη συντοπίτισσα της έδειχνε τα κεντήματα της με τα κουκούλια από μεταξοσκώληκες που αναγιώνει στην αυλή του σπιτιού της ταΐζοντας τους φύλλα της συκαμινιάς της δικής της.

- Αφού είσαι μόνη σου, γιατί γιαγιά δεν πας στις ελεύθερες περιοχές κοντά στα παιδιά σου;

- Εγιώ κόρη μου ήμουν μια φτωσιή γεναίκα. Εγιώ τζιαι ο άντρας μου εδουλεύκαμε πέντε σελίνια μεροκάματο. Εδουλεύκαμεν μέρα νύχτα, εκάμαμεν το σπίτι μας, τζιαι να το βαώσω τωρά τζιαι να πω του Τούρκου ορίστε έλα το κλειδί, τζιαι εγιώ εννά φύω μακριά; Όι, αποκλείεται. Μπορεί να είμαι τέλεια μόνη μου, έσιει 13 γρόνια που πέθανε ο άντρας μου, δεν έχω γείτο ούτε Τούρκο ούτε γριστιανόν, αλλά δαμαί εννά πεθάνω. Δεν πάω πούποτες.

- Ερίζωσες δακάτω…

- Ο τόπος εν ο άνθρωπος τζιαι ο άνθρωπος φκάλλει ρίζες, κόρη μου, έξερετο.

Στην Αγία Τριάδα ακόμα περιμένουν τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο να υλοποιήσει την υπόσχεση του. Να κανονίσει να πηγαίνει ιερέας συχνά και να λειτουργεί την εκκλησιά τους. «Είμαστε ακόμα δίχας Πάσκα, δίχας Χριστούγεννα. Κάμετε κάτι. Ούλλοι τάσσου μας, αλλά ξεχάνουν όταν παν πίσω. Εν θέλουν να ακούγεται το Πάτερ Ημών στην Αγία Τριάδα, αρέσκει τους ο χότζιας;». Αυτά είπε ηλικιωμένος εγκλωβισμένος και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα…

Αιμορραγεί η Καρπασία

Την Καρπασία σχίζει στα δύο ένας τεράστιος δρόμος. Βγάζει αίμα ο τόπος, πραγματικά. Όσοι την πρόλαβαν με τον στενό επαρχιακό δρόμο, πρόλαβαν. Οι υπόλοιποι θα δούνε κάτι άλλο από δω και πέρα. Δεν είναι ίδιο το τοπίο με τη σύγχρονη λεωφόρο στα σωθικά του. Φέτος η χερσόνησος είναι καταπράσινη και μοσχοβολά. Οι βροχές την ζωντάνεψαν. Οι εσκσαφείς, όμως, δουλεύουν μέρα νύχτα για να μετατρέψουν το μέρος σε κοσμοπολίτικο τουριστικό θέρετρο (μαρίνα, 16 ξενοδοχεία – καζίνο, 52.000 κλίνες). Σηκώνουν τόνους σκόνη. Όπως τη σκόνη που σηκώνουν οι πολιτικοί στις ελεύθερες περιοχές κάθε μέρα που μιλάνε γι αυτούς που φυλάνε Θερμοπύλες, αλλά δίνουν τις ομιλίες τους να τις διαβάσουν άλλοι. Δυόμισι – τρεις ώρες οδικώς, μέσα στη ζέστα του Πρωτογιούνη. Δεν βαριέσαι…

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Οι μπάμιες του πραξικοπήματος…

Οι γονείς μου, όπως όλοι οι άνθρωποι άλλωστε, έχουν την τάση να θυμούνται ακριβώς τι έκαναν τις μεγάλες στιγμές της ζωής τους. Καλή ώρα την ημέρα του πραξικοπήματος. Η μάμα μου λέει ήταν στην αυλή και καθάριζε μπάμιες, (αλλά γενικά έτσι είναι η μάνα μου, σηκώνεται στις 5 το πρωί ανεξαρτήτως πραξικοπήματος ή όχι) ενώ η παπάς μου κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Όταν χτύπησαν οι σειρήνες να ανακοινώσουν το κακό και όταν ακούστηκε από στόμα σε στόμα στη γειτονιά ο χαλασμός, έτρεξαν και οι δυο να δουν τι θα κάνουν με τα δύο παιδιά τους (την αδελφή και τον αδελφό μου-εγώ ακόμη δεν υπήρχα καν στο προσκήνιο) και έμειναν να τα κοιτάζουν με αγωνία. Η μάμα μου λέει πέρασαν μερικές κρίσιμες στιγμές, αμήχανοι και δακρυσμένοι, κοιτάζοντας τα παιδιά και αναλογιζόμενοι το μέλλον όλων τους, μέχρι που θυμήθηκε τις μπάμιες και έτρεξε στην αυλή να συνεχίσει μηχανικά το καθάρισμα (ως γνωστόν οι μπάμιες πρέπει να καθαριστούν άμεσα και να μπουν σε νερό με ξύδι) ακούγοντας με σπαραγμό ραδιόφωνο, ενώ ο μπαμπάς μου έντυνε τα αδέλφια μου προσπαθώντας να τους εξηγήσει παράλληλα τα ανεξήγητα.


Όταν ο Μακάριος «έπεσε νεκρός» η θεία μου η Λαζαρού, η μικρότερη αδελφή της μάμας μου που έμενε στο διπλανό σπίτι, έβαλε φωνή μεγάλη και έπεσε από το σκαλί της εξώπορτας. Η μάνα μου παράτησε τις μπάμιες να τρέξει να την συνεφέρει ενώ τα αδέλφια μου στρίγκλιζαν πως μαζί με τον Μακάριο πέθανε και η θεία. Κατά τους γονείς μου, παρέμειναν όλοι σιωπηλοί και ανέκφραστοι μέχρι αργά το απόγευμα όπου έμαθαν με ανακούφιση ότι 1) ο Μακάριος δεν ήταν νεκρός (ούτε η θεία η Λαζαρού, την γλίτωσε με ένα καρούμπαλο και ένα μώλωπα στο κεφάλι) και 2) με ανησυχία ότι μυριάδες συγγενών θα αναγκάζονταν να διανυκτερεύσουν σπίτι μας που βρισκόταν σ ένα μικρό προάστιο της Λευκωσίας, επειδή είχε αποκοπεί η διέλευσης προς τα χωριά τους.



«Ήρθε ο θείος ο Αντρίκος, η θεία η Δέσποινα, ο παππούς ο Σωτήρης, η εξαδέλφη η Κούλα, η κουνιάδα του θειου του τατά σου και τα πεθερικά της θείας της Λαζαρούς (η οποία είχε προσφάτως αρραβωνιαστεί με τον Άγιο θείο Τάκη- αλλά αυτή είναι η ιστορία ενός άλλου ποστ).» Και όλοι αυτοί πέραν του που θα κοιμόντουσαν στρωματσάδα ήθελαν κιόλας φαϊ. Η μάνα μου επιστράτευσε τις μπάμιες, έσφαξε μια κότα που τις έδωσε η γειτόνισσα, τηγάνισε ένα κασόνι πατάτες και άνοιξε μια φίζα με χαλούμια που την είχε ακριβοπληρώσει από μια συγγένισσα της στην Πάφο. Ο μπαμπάς αγόρασε 4 καρβέλια ψωμί και για τρεις μέρες έτρωγαν και έπιναν, μνημόσυνο στη δημοκρατία. Όλα αυτά έγιναν την Δευτέρα και μέχρι την Παρασκευή που έφυγαν όλοι η μάνα μου είχε ρέψει από την κούραση… Το Σάββατο το πρωί η μάνα μου ξύπνησε αμέριμνη για να αντικρίσει από το παράθυρο τους Τούρκους αλεξιπτωτιστές: «Ξύπνα και θα έχουμε εισβολή!», είπε στον πατέρα μου με στόμφο, με ένα τόνο διφορούμενο και μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστο περί της σημασίας του!

Τα υπόλοιπα είναι λίγο ως πολύ γνωστά και μάλλον κοινά για όλους. Η μάνα μου αναζήτησε καταφύγιο για τα παιδιά και ο πατέρας μου πήγε στην Κερύνεια για να πολεμήσει. Όλα αυτά μου τα έλεγε προχτές η μάνα μου, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού-που ήταν καλή ώρα μπάμιες. «Μπάμιες καθάριζα και εκείνο το πρωί που πήγαν οι τρισκατάρατοι να σκοτώσουν τον Μακάριο!», μου είπε από την πρώτη μπουκιά με στόμφο και ξεκίνησε να μου διηγείται τα καθέκαστα. «Και καλά ρε μάμα, τόσο κακό εσύ θυμάσαι κυρίως τις μπάμιες?» την ρώτησα μισοθυμωμένη. «Όχι», μου απάντησε με ύφος θιγμένο. «Θυμάμαι εκείνη τη φίζα με τα χαλούμια. Δώδεκα, ακούεις? Δώδεκα σελίνια είχα δώκει στην Μαρουλού και δεν αξιώθηκα να φάω κουτσί!»

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Το τέλος των μικρών μας φόβων…

Όταν ήμουνα παιδάκι υπνοβατούσα. Σηκωνόμουν την νύχτα, γύρω στις τρεις το ξημέρωμα και έκοβα βόλτες στο σπίτι. Ακολουθούσα πάντα την ίδια διαδρομή. Πήγαινα από το δωμάτιο μου στην κουζίνα, μετά στο σαλόνι για να επιστρέψω ξανά στην καρέκλα κοντά στο κρεβάτι μου στην οποία μπορούσα να κάτσω ως το πρωί-αν δεν με ανακάλυπταν οι γονείς μου να με βάλουν ήσυχα-ήσυχα στο κρεβάτι μου. Η μάνα μου λέει πως ήταν μία εικόνα λιγότερο χαριτωμένη και περισσότερο τρομακτική. Και πως την τρόμαζε το ανέκφραστο μου πρόσωπο που τριγυρνούσε τις νύχτες στο σπίτι.



«Το μωρό κάτι σοβαρό έχει», έλεγε στον παπά μου και τον κοιτούσε με ανησυχία κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι… Ο προοδευτικός παπάς μου, όμως, που αγαπούσε και πίστευε πάντα την επιστήμη, της έλεγε να μην ανησυχεί. Ακόμα και εκείνη την σχετικά μακρινή (αχέμ) εποχή που ήμουν εγώ πέντε χρονών υπήρχαν μελέτες που έλεγαν πως η παιδική υπνοβασία δεν είναι κάτι τόσο παράξενο, πως συμβαίνει στο 10% των παιδιών και πως περνά σύντομα. «Είναι που έχει μεγάλη φαντασία», της έλεγε ο παπάς μου, «μας το είπε και ο γιατρός». Ωστόσο, η μάνα μου, μου σύγχυζε την φαντασία με τα φαντάσματα δεν πίστευε τον γιατρό και τον παπά μου και μια μέρα αποφάσισε πως έπρεπε να αναλάβει δράση και κοινώς να με αναλάβει η γιαγιά η Δεσποινού!



Η γιαγιά η Δεσποινού ήταν ότι πιο κοντινό σε μάγισσα είχαμε στην περιοχή. Το σπίτι της ήταν λίγο σαν χαλαμάντουρο και στην αυλή της έβοσκαν κότες. Το έζωναν ψηλά αγριόχορτα και είχε και κάτι παράξενα δέντρα σαν αγριομηλιές. Τα αγόρια της εποχής έβαλαν στοίχημα πως τολμούσαν να μπουν στην αυλή, να της κόψουν τα μήλα για να παίξουν δωρεάν ποδοσφαιράκι. Συνήθως έμπαινε αυτός που έχανε το στοίχημα και μετά είχε εφιάλτες για μέρες! Η ίδια φορούσε μαύρα χειμώνα καλοκαίρι και έδινε το κεφάλι της με ένα παράξενο λιλά μαντήλι που της το έφεραν από τον Άγιο τάφο. Επειδή, όπως μου είπε με στόμφο η μάνα μου, ήταν και χατζήνα. «Σπουδαία γενέκα!». Η μάνα μου την σεβόταν και την φοβόταν λιγάκι επειδή ήξερε να λέει τον καφέ καλύτερα από την ίδια και επειδή έφτιαχνε καταπληκτικό γλυκό καρυδάκι. Ήξερε από ασθένειες του πνεύματος και της ψυχής και της γιάτρευε όλες… Σε πρακτικό επίπεδο, η γιαγιά η Δεσποινού ήταν παλιά μαμή, βοηθούσε στις γέννες, ήταν εμπειρική νοσοκόμα και ήξερε να σε ξεμαθκιάζει. Ήξερε επίσης το μαγικό να σου φεύγει το φόβον… Και είναι για αυτό που η μάμα μου αποφάσισε να με πάρει κοντά της… Και φυσικά όλα αυτά μυστικά από τον ορθολογιστή παπά μου ο οποίος θα της απαγόρευε να με μπλέξει με τσαρλατανιές.



Αμ δε! Ένα απόγευμα η μάμα μου με έντυσε με τα καλά μου και μου είπε να πάμε ένα περίπατο στην περιοχή. Μου αγόρασε και παγωτό από την κα Καλλού για να με ξεγελάσει! Χωρίς καλά καλά να το καταλάβω με παρέσυρε στην γειτονιά της γιαγιάς της Δεσποινούς και με τρόμο κατάλαβα πως θα έπαιρνε στο σπίτι της! «Δεν πάω μέσα!» ούρλιαζα ρίχνοντας κάτω το παγωτό αλλά η μάμα μου με έστησε στα πόδια μου, γονάτισε στον δρόμο και μου είπε σοβαρά πως αν μάθαινε η γειτονιά πως υπνοβατώ δεν θα μπορούσα να βρω στο μέλλον γαμπρό. «Να πάρουμε γαμπρό από την άλλη γειτονιά!», έκλαιγα εγώ. «Δεν γίνετε!», επέμενε η μάμα μου. «Θα το πω του παπά!», την απείλησα. «Αν το πεις του παπά θα σε δέρω!», μου είπε με σαφείς παιδαγωγικές μεθόδους. Με τα πολλά με κουβάλησε μέσα για να γίνει η τελετουργία της απομάκρυνσης του φόβου… και είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ!



Η γιαγιά Δεσποινού, που ήταν ειδοποιημένη για την άφιξη μας από τη δική μου γιαγιά, μας δέχτηκε στην μικρή πίσω αυλή «μακριά που τα μάτια του κόσμου». Εκεί έχασκε μια μικρή φωτιά σε μία αυτοσχέδια εστία και γύρω της υπήρχε μια τσίγκινη λεκάνη με αλάρμη, ένας τσίγκος από αλουμίνιο που κάναμε παλιά της καπήρες και φύλλα ελιάς. Η Δεσποινού έβαλε το αλουμίνιου ανάποδα στην φωτιά και έριξε πάνω την αλάρμη για να σχηματιστούν σχέδια με το άλας. Μέχρι να γίνει το σχήμα με πήρε από το χέρι και κάναμε μαζί τρεις φορές τον γύρο της φωτιάς, ενώ αυτή μουρμούριζε μια αρχαία προσευχή. Μετά με έβαλε να πηδήξω μόνη πάνω από την φωτιά και στη συνέχεια γύρισε τον αμίαντο. Εκεί βρισκόμουν εγώ, ζωγραφισμένη από το αλάτι, στην καρέκλα του δωματίου μου με ορθάνοιχτα μάτια το βράδυ. Τουλάχιστον έτσι μας είπε η Δεσποινού. Η μάμα μου κατένευσε. Η φόβος είχε φύγει από το κορμί μου. Στην συνέχεια δεν θυμάμαι καλά καλά τι έγινε… Φύγαμε και στο κατόπιν μας η Δεσποινού έδειρε πίσω μας το αλμυρό νερό. Τον φόβο μου είπε αργότερα η μάμα μου τον πήρε μαζί της η γης και δεν θα μου επέστρεφε ποτέ.



Την νύχτα η μάμα μου έκανε με τον παπά μου τρικούβερτο καυγά επειδή ο τελευταίος δεν συμφωνούσε με τις θεραπευτικές της μεθόδους. Η μάμα μου έκανε να του μιλήσει δυο μέρες που την αμφισβήτησε. Σε κάθε περίπτωση σταμάτησα να υπνοβατώ από το ίδιο βράδυ. Το κακό κόπηκε μαχαίρι. Το πήρε η γης με το αλμυρό νερό ή το σοκ από τον φόβο που μου προξένησε η Δεσποινού. Συνεχίσω ωστόσο σε αυτή την τρυφερή ηλικία να έχω μικρές διαταραχές στον ύπνο μου.

Αλλά αυτό είναι θέμα μιας άλλης ιστορίας…