Και μερικές φορές το μόνο που θέλεις είναι να χωθείς μέσα στον πυρήνα της ύπαρξης σου. Να μπεις μέσα, να μείνεις, να κρυφτείς. Να μην αφήσεις κανένα παράθυρο για κανένα και για τίποτα. Ούτε καν στο φως. Απλώς μπαίνουν από χαραμάδες κάτι δαχτυλάκια, κάτι μικρά ποδαράκια. Σου κλωστούν την πόρτα. Άνοιξε. Δεν μπορείς πια. Ανοίγεις. Ο κόσμος είναι αγνός και καθαρός και ολοφάνερος και γεμάτος φως.
Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012
Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012
Γράμμα στον παλιό αφέντη…
Ο παπάς μου εχτές χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και έβαλε τις φωνές. «Είναι απαράδεκτον!» είπε. «Απαράδεκτον!». Είχε ακούσει για τις αποκοπές στις συντάξεις στην Ελλάδα. Για τις απολύσεις του κόσμου. Για τους ανθρώπους που χάνουν τα σπίτια τους και περιφέρονται στους δρόμους άστεγοι.
Δεν μπορώ να φανταστώ την ζοφερή εικόνα των ανθρώπων που χάνουν τον κόσμο κάτω που τα πόδια τους, που νιώθουν την ζωή τους να γέρνει, να χάνεται. Να παραμένει ξεκρέμαστη. Άνθρωποι που αυτοκτονούν, που σκοτώνουν τον εαυτό τους. Δεν μπορώ να μην ταυτιστώ με την φτώχεια και την ανέχεια. Δεν μπορώ να μην νιώθω ενοχές.
Άσχετο όσο και σχετικό. Κάτι που διάβασα στο Βήμα σήμερα. Το γράμμα ενός πρώην μαύρου σκλάβου Τζούρντον Αντερσον προς τον πρώην λευκό αφέντη του συνταγματάρχη Πάτρικ Τένεσι Αντερσον, αμέσως μετά τη λήξη του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου. Στην Αμερική γιορτάζουν αυτές τις μέρες τον Μήνας Μαύρης Ιστορίας και σχετικές συζητήσεις δίνουν και παίρνουν στο διαδίκτυο. Το γράμμα το έγραψε ο πρώην σκλάβος απαντώντας στον αφέντη του που τον κάλεσε να επιστρέψει πίσω κοντά του για να δουλέψει.
«Ντέιτον, Οχάιο
7 Αυγούστου 1865
Στον παλιό μου αφέντη, συνταγματάρχη Π. Χ. Αντερσον, Μπιγκ Σπρινγκ, Τενεσί
Κύριε,
πήρα την επιστολή σας και είμαι χαρούμενος που δεν έχετε ξεχάσει τον Τζούρντον και που θέλετε να επιστρέψω και να ζήσω και πάλι μαζί σας, με την υπόσχεση να κάνετε το καλύτερο για μένα σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον.
Συχνά ανησυχούσα για σας. Πίστευα πως οι Γιάνκηδες (σ.σ: οι Βόρειοι) θα σας έχουν κρεμάσει ως αντίποινα γιατί κρύβατε στρατιώτες της επανάστασης στο σπίτι σας. Υποθέτω ότι δεν έμαθαν ποτέ ότι πήγατε στον συνταγματάρχη Μάρτιν για να σκοτώσετε τον στρατιώτη της Ένωσης που έμενε στον στάβλο του.
Αν και με πυροβολήσατε δυο φορές πριν φύγω και σας αφήσω, δεν ήθελα να ακούσω ότι σας έχει συμβεί κάτι και χαίρομαι που είστε ακόμα ζωντανός. Θα μου έκανε καλό να γυρίσω στο αγαπημένο σπίτι και να δω την κυρία Μαίρη και την κυρία Μάρθα και τον Aλεν, την Eστερ, τον Γκριν και τον Λι. Δώστε την αγάπη μου σε όλους και πείτε τους ότι ελπίζω να συναντηθούμε και πάλι σε έναν καλύτερο κόσμο, αν όχι σε αυτόν. Θα ερχόμουν να σας δω όλους, όταν δούλευα στο νοσοκομείο του Νάσβιλ, αλλά ένας από τους γείτονες μου είπε ότι ο Χένρι είχε σκοπό να με πυροβολήσει ξανά αν του δινόταν η ευκαιρία.
Θα ήθελα να ξέρω ποια ακριβώς είναι η καλή ευκαιρία που προτίθεστε να μου δώσετε. Τα πηγαίνω αρκετά καλά εδώ. Παίρνω 25 δολάρια το μήνα, φαγητό και ρούχα. Έχω ένα άνετο σπίτι εδώ για την Μάντι (σ.σ: εννοεί τη γυναίκα του) -που οι άνθρωποι εδώ την φωνάζουν κυρία Αντερσον- και τα παιδιά, η Μίλι, η Τζέιν και ο Γκράντι, πηγαίνουν στο σχολείο και τα πάνε αρκετά καλά.
[…] Κάποιες φορές ακούμε τους άλλους να λένε για εμάς στο Τενεσί «Αυτοί οι έγχρωμοι ήταν κάποτε σκλάβοι». Τα παιδιά στεναχωριούνται όταν ακούνε τέτοια σχόλια, αλλά τους λέμε ότι στο Τενεσί δεν ήταν ντροπή να ανήκεις στον συνταγματάρχη Αντερσον. Και πολλοί σκουρόχρωμοι θα ήταν περήφανοι, όπως εγώ, να σε αποκαλούν «αφέντη». Τώρα, αν μου πεις τι μεροκάματο θα μου δίνεις, θα μπορούσα να αποφασίσω καλύτερα αν είναι προς όφελός μου να επιστρέψω. Ωστόσο, σχετικά με την ελευθερία μου, που μου λέτε ότι μπορώ να έχω, δεν μου προσφέρετε κάτι καινούργιο, καθώς πήρα τα χαρτιά της ελευθερίας μου το 1864 από το τμήμα στο Νάσβιλ.
Η Μάντι λέει πως φοβάται να γυρίσει πίσω χωρίς κάποια απόδειξη από εσάς ότι θα μας συμπεριφέρεστε δίκαια και με καλοσύνη και καταλήξαμε πως πρέπει να ελέγξουμε την ειλικρίνειά σας ζητώντας σας να μας στείλετε τους μισθούς μας για τα χρόνια που σας υπηρετήσαμε. Αυτό θα μας κάνει να ξεχάσουμε και να σας συγχωρέσουμε για όλα όσα έχουν γίνει και να βασιστούμε σε μία δίκαιη σχέση και στη φιλία σας στο μέλλον. Σας υπηρέτησα πιστά για 32 χρόνια, ενώ η γυναίκα μου για άλλα 20. Με 25 δολάρια το μήνα για εμένα και δύο δολάρια για την Mάντι την εβδομάδα, οι μισθοί μας φτάνουν στα 11.680 δολάρια. Σε αυτά προσθέστε τους τόκους για την καθυστέρηση της καταβολής των μισθών μας και αφαιρέστε τα ρούχα που μας δώσατε, τις τρεις ιατρικές επισκέψεις για εμένα και το ένα δόντι που έβγαλε στη Μάντι. Το υπόλοιπο είναι το δίκαιο ποσό που πρέπει να λάβουμε.
[…] Αν δεν μπορείτε να μας πληρώσετε για την αφοσιωμένη δουλειά μας στο παρελθόν, δεν μπορούμε να πιστέψουμε της υποσχέσεις σου για το μέλλον. Ελπίζουμε πως ο καλός Δημιουργός σας έχει ανοίξει τα μάτια και μπορείτε να δείτε όλες τις αδικίες που διαπράξατε, εσείς και οι πρόγονοί σας, σε μένα και τους πρόγονούς μου, αναγκάζοντάς μας να δουλεύουμε για εσάς για πολλές γενιές χωρίς ανταμοιβή.
[…] Θα προτιμούσα να μείνω εδώ και να λιμοκτονήσω -ή ακόμη και να πεθάνω- από το να ντροπιαστούν τα κορίτσια μου από τη βία και την κακία των αφεντικών τους.
[…] Χαιρετίστε τον Τζόρτζ Κάρτερ εκ μέρους μου και πείτε του πως τον ευχαριστώ που πήρε το πιστόλι από τα χέρια σας όταν ήσασταν έτοιμος να με πυροβολήσετε
Από τον παλιό σας υπηρέτη,
Τζούρντον Αντερσον»
Δεν μπορώ να φανταστώ την ζοφερή εικόνα των ανθρώπων που χάνουν τον κόσμο κάτω που τα πόδια τους, που νιώθουν την ζωή τους να γέρνει, να χάνεται. Να παραμένει ξεκρέμαστη. Άνθρωποι που αυτοκτονούν, που σκοτώνουν τον εαυτό τους. Δεν μπορώ να μην ταυτιστώ με την φτώχεια και την ανέχεια. Δεν μπορώ να μην νιώθω ενοχές.
Άσχετο όσο και σχετικό. Κάτι που διάβασα στο Βήμα σήμερα. Το γράμμα ενός πρώην μαύρου σκλάβου Τζούρντον Αντερσον προς τον πρώην λευκό αφέντη του συνταγματάρχη Πάτρικ Τένεσι Αντερσον, αμέσως μετά τη λήξη του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου. Στην Αμερική γιορτάζουν αυτές τις μέρες τον Μήνας Μαύρης Ιστορίας και σχετικές συζητήσεις δίνουν και παίρνουν στο διαδίκτυο. Το γράμμα το έγραψε ο πρώην σκλάβος απαντώντας στον αφέντη του που τον κάλεσε να επιστρέψει πίσω κοντά του για να δουλέψει.
«Ντέιτον, Οχάιο
7 Αυγούστου 1865
Στον παλιό μου αφέντη, συνταγματάρχη Π. Χ. Αντερσον, Μπιγκ Σπρινγκ, Τενεσί
Κύριε,
πήρα την επιστολή σας και είμαι χαρούμενος που δεν έχετε ξεχάσει τον Τζούρντον και που θέλετε να επιστρέψω και να ζήσω και πάλι μαζί σας, με την υπόσχεση να κάνετε το καλύτερο για μένα σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον.
Συχνά ανησυχούσα για σας. Πίστευα πως οι Γιάνκηδες (σ.σ: οι Βόρειοι) θα σας έχουν κρεμάσει ως αντίποινα γιατί κρύβατε στρατιώτες της επανάστασης στο σπίτι σας. Υποθέτω ότι δεν έμαθαν ποτέ ότι πήγατε στον συνταγματάρχη Μάρτιν για να σκοτώσετε τον στρατιώτη της Ένωσης που έμενε στον στάβλο του.
Αν και με πυροβολήσατε δυο φορές πριν φύγω και σας αφήσω, δεν ήθελα να ακούσω ότι σας έχει συμβεί κάτι και χαίρομαι που είστε ακόμα ζωντανός. Θα μου έκανε καλό να γυρίσω στο αγαπημένο σπίτι και να δω την κυρία Μαίρη και την κυρία Μάρθα και τον Aλεν, την Eστερ, τον Γκριν και τον Λι. Δώστε την αγάπη μου σε όλους και πείτε τους ότι ελπίζω να συναντηθούμε και πάλι σε έναν καλύτερο κόσμο, αν όχι σε αυτόν. Θα ερχόμουν να σας δω όλους, όταν δούλευα στο νοσοκομείο του Νάσβιλ, αλλά ένας από τους γείτονες μου είπε ότι ο Χένρι είχε σκοπό να με πυροβολήσει ξανά αν του δινόταν η ευκαιρία.
Θα ήθελα να ξέρω ποια ακριβώς είναι η καλή ευκαιρία που προτίθεστε να μου δώσετε. Τα πηγαίνω αρκετά καλά εδώ. Παίρνω 25 δολάρια το μήνα, φαγητό και ρούχα. Έχω ένα άνετο σπίτι εδώ για την Μάντι (σ.σ: εννοεί τη γυναίκα του) -που οι άνθρωποι εδώ την φωνάζουν κυρία Αντερσον- και τα παιδιά, η Μίλι, η Τζέιν και ο Γκράντι, πηγαίνουν στο σχολείο και τα πάνε αρκετά καλά.
[…] Κάποιες φορές ακούμε τους άλλους να λένε για εμάς στο Τενεσί «Αυτοί οι έγχρωμοι ήταν κάποτε σκλάβοι». Τα παιδιά στεναχωριούνται όταν ακούνε τέτοια σχόλια, αλλά τους λέμε ότι στο Τενεσί δεν ήταν ντροπή να ανήκεις στον συνταγματάρχη Αντερσον. Και πολλοί σκουρόχρωμοι θα ήταν περήφανοι, όπως εγώ, να σε αποκαλούν «αφέντη». Τώρα, αν μου πεις τι μεροκάματο θα μου δίνεις, θα μπορούσα να αποφασίσω καλύτερα αν είναι προς όφελός μου να επιστρέψω. Ωστόσο, σχετικά με την ελευθερία μου, που μου λέτε ότι μπορώ να έχω, δεν μου προσφέρετε κάτι καινούργιο, καθώς πήρα τα χαρτιά της ελευθερίας μου το 1864 από το τμήμα στο Νάσβιλ.
Η Μάντι λέει πως φοβάται να γυρίσει πίσω χωρίς κάποια απόδειξη από εσάς ότι θα μας συμπεριφέρεστε δίκαια και με καλοσύνη και καταλήξαμε πως πρέπει να ελέγξουμε την ειλικρίνειά σας ζητώντας σας να μας στείλετε τους μισθούς μας για τα χρόνια που σας υπηρετήσαμε. Αυτό θα μας κάνει να ξεχάσουμε και να σας συγχωρέσουμε για όλα όσα έχουν γίνει και να βασιστούμε σε μία δίκαιη σχέση και στη φιλία σας στο μέλλον. Σας υπηρέτησα πιστά για 32 χρόνια, ενώ η γυναίκα μου για άλλα 20. Με 25 δολάρια το μήνα για εμένα και δύο δολάρια για την Mάντι την εβδομάδα, οι μισθοί μας φτάνουν στα 11.680 δολάρια. Σε αυτά προσθέστε τους τόκους για την καθυστέρηση της καταβολής των μισθών μας και αφαιρέστε τα ρούχα που μας δώσατε, τις τρεις ιατρικές επισκέψεις για εμένα και το ένα δόντι που έβγαλε στη Μάντι. Το υπόλοιπο είναι το δίκαιο ποσό που πρέπει να λάβουμε.
[…] Αν δεν μπορείτε να μας πληρώσετε για την αφοσιωμένη δουλειά μας στο παρελθόν, δεν μπορούμε να πιστέψουμε της υποσχέσεις σου για το μέλλον. Ελπίζουμε πως ο καλός Δημιουργός σας έχει ανοίξει τα μάτια και μπορείτε να δείτε όλες τις αδικίες που διαπράξατε, εσείς και οι πρόγονοί σας, σε μένα και τους πρόγονούς μου, αναγκάζοντάς μας να δουλεύουμε για εσάς για πολλές γενιές χωρίς ανταμοιβή.
[…] Θα προτιμούσα να μείνω εδώ και να λιμοκτονήσω -ή ακόμη και να πεθάνω- από το να ντροπιαστούν τα κορίτσια μου από τη βία και την κακία των αφεντικών τους.
[…] Χαιρετίστε τον Τζόρτζ Κάρτερ εκ μέρους μου και πείτε του πως τον ευχαριστώ που πήρε το πιστόλι από τα χέρια σας όταν ήσασταν έτοιμος να με πυροβολήσετε
Από τον παλιό σας υπηρέτη,
Τζούρντον Αντερσον»
Ετικέτες
αγωνία,
αναμνήσεις,
δυτικός κόσμος,
παπάς
Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011
"Δεν έφταιγε αυτός... τόσος ήταν..." Μ. Αναγνωστάκης...
Σήμερα είμαι σπίτι και κάνω απεργεία... Δεν γίνετε να είμαι σπίτι και να κάνω απεργεία... Δεν γίνετε αυτό το πράμα που παίζεται γύρω μου να με αφορά με τόσο γελοίο τρόπο. Είμαι κόρη συνδικαλιστή εγώ! Μεγάλωσα δύσκολα... Μεγάλωσα σπουδαία και τίμια! Κάποια πράματα δεν γίνονται...Αλλά και ούτε υπογραφές για να σπάσουμε απεργείες βάζουμε... Πριν δύο χρόνια είχα γράψει αυτό στον μπλογκ... Για τον Άγιο Βασίλη... Σε μια απεργεία... Η απολογία μας...
"Τα Χριστούγεννα του 1985 ήταν τα Χριστούγεννα που η οικογένεια μου δεν θέλει και πολύ να θυμάται. Λες και ήμασταν ταινία, κακόπαικτη, μαυρόασπρη και μελαγχολική ήμασταν βουτηγμένοι μέχρι τα αυτιά στα οικονομικά βάρη. Ο παπάς μου ήταν από τις αρχές του Νοέμβρη σε απεργία για την άρνηση των εργοδοτών να αυξήσουν τα ούτως ή άλλως μικρά μεροκάματα. Η μάμα μου δεν δούλευε αφού την είχαν σταματήσει από το μικρό νηπιαγωγείο που ημιαπασχολείτο. Τα λεφτά ήταν λίγα, οι ανάγκες πολλές, το ίδιο και η μελαγχολία. Την θυμάμαι να πέφτει και να κατακάθεται πάνω στο σπιτάκι μας σαν μια ενοχλητική και επίμονη πούδρα. Πουθενά δεν φαινόταν λίγη χαρά.
Για να μας προετοιμάσει για το (αναπόφευκτο) ενδεχόμενο να περάσουμε τα Χριστούγεννα λιτά, πολύ λιτά, ο παπάς μας είχε καλέσει στην κουζίνα λίγες μέρες πριν τις γιορτές για να μας πει τα καθέκαστα. «Το και το. Κάνω απεργία, δεν έχουμε λεφτά, μην περιμένετε φέτος πολλά-πολλά. Κάνουμε ένα αγώνα για ένα καλύτερο αύριο. Αυτό να σκέφτεστε και να θυμάσαι πως τα Χριστούγεννα δεν είναι τα δώρα και τα λεφτά». Αυτά είπε ο πατέρας μου και ξαφνικά, γυρίζοντας προς εμένα, το νεαρότερο μέλος της οικογένειας, πρόσθεσε πως ίσως ο Άγιος Βασίλης να μην ερχόταν στο σπίτι μας φέτος.
Το θυμάμαι σαν σήμερα! Τα μάτια των υπολοίπων τριών μελών της οικογένειας στράφηκαν πάνω μου να με κοιτάζουν με θλίψη. Ο μεγάλος μου αδελφός κάτι πήγε να πει για ένα μικρό δωράκι που δεν θα ήταν καθόλου κόπος για την μικρή, η αδελφή μου το ίδιο, μα η μάμα μου κοίταξε σταθερά τον πατέρα μου και κατάλαβε πως έπρεπε να πάρουμε όλο το μήνυμα! Ήταν η περίοδος των πολύ ισχνών αγελάδων… Άλλωστε, δεν ήμουνα πια και τόσο μικρή. Τα μάτια μου, όμως, πρέπει να είχαν γίνει τεράστια για αυτό ο παπάς μου ανέλαβε να μας εξηγήσει πως ο Άγιος Βασίλης δεν θα ερχόταν φέτος επειδή δεν ήταν κομμουνιστής! Χρησιμοποιώντας ένα μείγμα της δικής του προσωπικής κομμουνιστικής αντίληψης, της ακελικής φιλοσοφίας της εποχής, του πάθους που τον πλημμύριζε για την απεργία και των νουθεσιών του εκπροσώπου της ΠΕΟ στον απεργιακό αγώνα ο παπάς μου, μου ανέλυσε κατατοπιστικά την θεωρεία του για τον μη κομμουνιστή Άη Βασίλη!
Συνοπτικά, ο Άγιος αυτός είχε παραστρατήσει. Ενώ είχε ξεκινήσει με τρόπο θεμιτό, θέλοντας να μοιράσει δίκαια τα χρυσαφικά των χωρικών, που έδωσαν την περιουσία τους για να σωθεί η πόλη τους από τους εχθρούς (ο παπάς μου δεν θυμόταν και πολλές λεπτομέρειες), έγινε σταδιακά και με το πέρασμα του χρόνου υποχείριος στις βιομηχανίες παιχνιδιών, στους Αμερικάνους και στην Coca Cola (είχαν μόλις αρχίσει οι γνωστές θεαματικές χριστουγεννιάτικες διαφημίσεις). Τώρα πια έπαιρνε δώρα στα πλούσια παιδιά και το έκανε ζήτημα αν δεν είχε το σπίτι καμινάδα. Είχε παχύνει, είχε αφήσει άσπρα γένια, φορούσε γελοία στολή και το μόνο που τον έσωζε ήταν που ήταν κόκκινη. Ο παπάς μου λέγοντας τα αυτά νευρίασε. Χτύπησε θυμωμένα το χέρι του στο τραπέζι! Είπε πως αυτός ο Άη Βασίλης δεν θα περάσει… Ούτε από την γειτονιά, ούτε από το σπίτι μας! Οι άλλοι τρεις τον κοίταξαν με το ίδιο πάθος. Ναι. Δεν θα περάσει! Ο Άη βασίλης δεν είναι κομμουνιστής. Τί να πεις... Ήμασταν μία οικογένεια επιρρεπής στην προπαγάνδα…
Περάσαμε εκείνα τα Χριστούγεννα πραγματικά λιτά. Φτωχικά και μετρημένα. Για την ιστορία θα είχαμε ακόμα ένα μήνα στερήσεων. Η απεργία του παπά τέλειωσε με σχετική επιτυχία στις αρχές του Φλεβάρη. Η πρωτοχρονιά για μένα ήταν η πιο δύσκολη. Την περάσαμε μπροστά από την τηλεόραση παίζοντας μονόπολη (η μάμα δεν άφησε τον παπά να μας πετάξει το καπιταλιστικό παιχνίδι) και εγώ είχα βάλει το γενναίο μου πρόσωπο. Το πρωί, όταν μπήκε από το παράθυρο μου φως, άνοιξα με πραγματική λύπη τα μάτια μου. Αλλά η έκπληξη ήταν εκεί! Και ήταν μία έκπληξη επί τέσσερα. Δίπλα από το μαξιλάρι μου ήταν τυλιγμένη μία μικρή μολυβοθήκη. Κάτω από το κρεβάτι μου μία κασετίνα. Δίπλα από τις παντούφλες μου ένα αυτοκινητάκι και μέσα στο ερμάρι με τα ρούχα μου μία κούκλα. Και τέσσερεις μικρές, διαφορετικές κάρτες. Με τον γραφικό χαρακτήρα του αδελφού, της αδελφής του παπά και της μάμας μου. Γεμάτες δικαιολογίες από ένα Άγιο Βασίλη που δεν είχε πολλά λεφτά φέτος αλλά δεν μπορούσε να μην μου χαρίσει ένα δωράκι. Στο πρόγευμα οι τέσσερις ένοχοι κοίταζαν ο ένας τον άλλο αδιάφορα. Κι εγώ από εκείνη την ημέρα, έπαψα πια να πιστεύω στον Άγιο Βασίλη. Την ίδια στιγμή, άρχισα να πιστεύω πολύ στην οικογένεια."
Έτσι είναι οι απεργείες κύριε Γλαύκο μου...
"Τα Χριστούγεννα του 1985 ήταν τα Χριστούγεννα που η οικογένεια μου δεν θέλει και πολύ να θυμάται. Λες και ήμασταν ταινία, κακόπαικτη, μαυρόασπρη και μελαγχολική ήμασταν βουτηγμένοι μέχρι τα αυτιά στα οικονομικά βάρη. Ο παπάς μου ήταν από τις αρχές του Νοέμβρη σε απεργία για την άρνηση των εργοδοτών να αυξήσουν τα ούτως ή άλλως μικρά μεροκάματα. Η μάμα μου δεν δούλευε αφού την είχαν σταματήσει από το μικρό νηπιαγωγείο που ημιαπασχολείτο. Τα λεφτά ήταν λίγα, οι ανάγκες πολλές, το ίδιο και η μελαγχολία. Την θυμάμαι να πέφτει και να κατακάθεται πάνω στο σπιτάκι μας σαν μια ενοχλητική και επίμονη πούδρα. Πουθενά δεν φαινόταν λίγη χαρά.
Για να μας προετοιμάσει για το (αναπόφευκτο) ενδεχόμενο να περάσουμε τα Χριστούγεννα λιτά, πολύ λιτά, ο παπάς μας είχε καλέσει στην κουζίνα λίγες μέρες πριν τις γιορτές για να μας πει τα καθέκαστα. «Το και το. Κάνω απεργία, δεν έχουμε λεφτά, μην περιμένετε φέτος πολλά-πολλά. Κάνουμε ένα αγώνα για ένα καλύτερο αύριο. Αυτό να σκέφτεστε και να θυμάσαι πως τα Χριστούγεννα δεν είναι τα δώρα και τα λεφτά». Αυτά είπε ο πατέρας μου και ξαφνικά, γυρίζοντας προς εμένα, το νεαρότερο μέλος της οικογένειας, πρόσθεσε πως ίσως ο Άγιος Βασίλης να μην ερχόταν στο σπίτι μας φέτος.
Το θυμάμαι σαν σήμερα! Τα μάτια των υπολοίπων τριών μελών της οικογένειας στράφηκαν πάνω μου να με κοιτάζουν με θλίψη. Ο μεγάλος μου αδελφός κάτι πήγε να πει για ένα μικρό δωράκι που δεν θα ήταν καθόλου κόπος για την μικρή, η αδελφή μου το ίδιο, μα η μάμα μου κοίταξε σταθερά τον πατέρα μου και κατάλαβε πως έπρεπε να πάρουμε όλο το μήνυμα! Ήταν η περίοδος των πολύ ισχνών αγελάδων… Άλλωστε, δεν ήμουνα πια και τόσο μικρή. Τα μάτια μου, όμως, πρέπει να είχαν γίνει τεράστια για αυτό ο παπάς μου ανέλαβε να μας εξηγήσει πως ο Άγιος Βασίλης δεν θα ερχόταν φέτος επειδή δεν ήταν κομμουνιστής! Χρησιμοποιώντας ένα μείγμα της δικής του προσωπικής κομμουνιστικής αντίληψης, της ακελικής φιλοσοφίας της εποχής, του πάθους που τον πλημμύριζε για την απεργία και των νουθεσιών του εκπροσώπου της ΠΕΟ στον απεργιακό αγώνα ο παπάς μου, μου ανέλυσε κατατοπιστικά την θεωρεία του για τον μη κομμουνιστή Άη Βασίλη!
Συνοπτικά, ο Άγιος αυτός είχε παραστρατήσει. Ενώ είχε ξεκινήσει με τρόπο θεμιτό, θέλοντας να μοιράσει δίκαια τα χρυσαφικά των χωρικών, που έδωσαν την περιουσία τους για να σωθεί η πόλη τους από τους εχθρούς (ο παπάς μου δεν θυμόταν και πολλές λεπτομέρειες), έγινε σταδιακά και με το πέρασμα του χρόνου υποχείριος στις βιομηχανίες παιχνιδιών, στους Αμερικάνους και στην Coca Cola (είχαν μόλις αρχίσει οι γνωστές θεαματικές χριστουγεννιάτικες διαφημίσεις). Τώρα πια έπαιρνε δώρα στα πλούσια παιδιά και το έκανε ζήτημα αν δεν είχε το σπίτι καμινάδα. Είχε παχύνει, είχε αφήσει άσπρα γένια, φορούσε γελοία στολή και το μόνο που τον έσωζε ήταν που ήταν κόκκινη. Ο παπάς μου λέγοντας τα αυτά νευρίασε. Χτύπησε θυμωμένα το χέρι του στο τραπέζι! Είπε πως αυτός ο Άη Βασίλης δεν θα περάσει… Ούτε από την γειτονιά, ούτε από το σπίτι μας! Οι άλλοι τρεις τον κοίταξαν με το ίδιο πάθος. Ναι. Δεν θα περάσει! Ο Άη βασίλης δεν είναι κομμουνιστής. Τί να πεις... Ήμασταν μία οικογένεια επιρρεπής στην προπαγάνδα…
Περάσαμε εκείνα τα Χριστούγεννα πραγματικά λιτά. Φτωχικά και μετρημένα. Για την ιστορία θα είχαμε ακόμα ένα μήνα στερήσεων. Η απεργία του παπά τέλειωσε με σχετική επιτυχία στις αρχές του Φλεβάρη. Η πρωτοχρονιά για μένα ήταν η πιο δύσκολη. Την περάσαμε μπροστά από την τηλεόραση παίζοντας μονόπολη (η μάμα δεν άφησε τον παπά να μας πετάξει το καπιταλιστικό παιχνίδι) και εγώ είχα βάλει το γενναίο μου πρόσωπο. Το πρωί, όταν μπήκε από το παράθυρο μου φως, άνοιξα με πραγματική λύπη τα μάτια μου. Αλλά η έκπληξη ήταν εκεί! Και ήταν μία έκπληξη επί τέσσερα. Δίπλα από το μαξιλάρι μου ήταν τυλιγμένη μία μικρή μολυβοθήκη. Κάτω από το κρεβάτι μου μία κασετίνα. Δίπλα από τις παντούφλες μου ένα αυτοκινητάκι και μέσα στο ερμάρι με τα ρούχα μου μία κούκλα. Και τέσσερεις μικρές, διαφορετικές κάρτες. Με τον γραφικό χαρακτήρα του αδελφού, της αδελφής του παπά και της μάμας μου. Γεμάτες δικαιολογίες από ένα Άγιο Βασίλη που δεν είχε πολλά λεφτά φέτος αλλά δεν μπορούσε να μην μου χαρίσει ένα δωράκι. Στο πρόγευμα οι τέσσερις ένοχοι κοίταζαν ο ένας τον άλλο αδιάφορα. Κι εγώ από εκείνη την ημέρα, έπαψα πια να πιστεύω στον Άγιο Βασίλη. Την ίδια στιγμή, άρχισα να πιστεύω πολύ στην οικογένεια."
Έτσι είναι οι απεργείες κύριε Γλαύκο μου...
Ετικέτες
αγαπημένα.,
αναμνήσεις,
παιδικά χρόνια
Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011
Εκαταγράψαν μας!! – Η καταγραφέας ρατσίστρια
Μας τηλεφώνησε κάπως ενοχλημένη να μας πει ότι χτυπά τα κουδούνια κάτω στην πολυκατοικία και δεν την απαντάει κανείς. Της είπαμε πως εμείς λείπουμε και μάλλον λείπουν και οι άλλοι –Χαλλόου! Είναι Δευτέρα 10 το πρωί! Μας είπε πως είναι της απογραφής πληθυσμού και πως πρέπει οπωσδήποτε να έρτει να μας καταγράψει. Της είπαμε έλα το απόγευμα. Και αυτοκαλέστηκε στις 4, μόλις που θα μπαίναμε σπίτι.
Τα δίδυμα, που πλέον είναι σε φάση επικοινωνίας και εχθρικής ωστόσο διάθεσης απέναντι στους ξένους εισβολείς της εστίας μας σταμάτησαν αιφνιδίως τα «νταντα», «μπαμπα», «ντου ντου», «μπρλιαμπφγκ» για να κοιτάξουν με επιφύλαξη την καταγραφέα. Την είδαν, τους είδε. Την αγριοκοίταξαν και τους χαμογέλασε. Στην συνέχεια την αγνόησαν επιδεικτικά. Είχαν δίκαιο προφανώς. Το ένστικτο των αθώων μωρών κλπ. Στις απολογίες μας για το ακατάστατο μας σπίτι μας είπε «σιγά καλά, εσυνηθίσα! Εχτές ήμουν στο σπίτι κάτι Σύριων». Στην συνέχεια μας είπε πόσο βρωμεροί είναι γενικά οι αλλοδαποί. Έπνιξε στον καφέ που της κάναμε τα βάσανα της θλιμμένης απογράφουσας. Είχε πάει σε γειτονιές που κατοικούσαν Τουρκοκύπριοι! Κάποιοι μάλιστα είχαν αγοράσει και σπίτι σε πολυκατοικία! Αυτή πρώτα τρόμαξε. Και μετά λυπήθηκε. Δεν θα ήθελε να ζει εκεί. Ούτε με τους Σύριους. Πολύ βρωμισμένα σπίτι. Σηκωθήκαμε πάνω. Όρθιοι. Απειλητικοί. Μας κοίταξε αχάπαρα και είπε «ώρα μου να φεύγω. Δεν της είπαμε να πάει στο καλό. Ο δρόμος της δεν έχει κάτι καλό. Στην πόρτα την περιποιήθηκε ο μεγάλος μας γιός. «μπρλιαμπφγκ», της είπε. «Μάνα μου τον», σχολίασε. «Με αποχαιρετά. «Μπα», της λέω. «Σου φτύνει».
Τα δίδυμα, που πλέον είναι σε φάση επικοινωνίας και εχθρικής ωστόσο διάθεσης απέναντι στους ξένους εισβολείς της εστίας μας σταμάτησαν αιφνιδίως τα «νταντα», «μπαμπα», «ντου ντου», «μπρλιαμπφγκ» για να κοιτάξουν με επιφύλαξη την καταγραφέα. Την είδαν, τους είδε. Την αγριοκοίταξαν και τους χαμογέλασε. Στην συνέχεια την αγνόησαν επιδεικτικά. Είχαν δίκαιο προφανώς. Το ένστικτο των αθώων μωρών κλπ. Στις απολογίες μας για το ακατάστατο μας σπίτι μας είπε «σιγά καλά, εσυνηθίσα! Εχτές ήμουν στο σπίτι κάτι Σύριων». Στην συνέχεια μας είπε πόσο βρωμεροί είναι γενικά οι αλλοδαποί. Έπνιξε στον καφέ που της κάναμε τα βάσανα της θλιμμένης απογράφουσας. Είχε πάει σε γειτονιές που κατοικούσαν Τουρκοκύπριοι! Κάποιοι μάλιστα είχαν αγοράσει και σπίτι σε πολυκατοικία! Αυτή πρώτα τρόμαξε. Και μετά λυπήθηκε. Δεν θα ήθελε να ζει εκεί. Ούτε με τους Σύριους. Πολύ βρωμισμένα σπίτι. Σηκωθήκαμε πάνω. Όρθιοι. Απειλητικοί. Μας κοίταξε αχάπαρα και είπε «ώρα μου να φεύγω. Δεν της είπαμε να πάει στο καλό. Ο δρόμος της δεν έχει κάτι καλό. Στην πόρτα την περιποιήθηκε ο μεγάλος μας γιός. «μπρλιαμπφγκ», της είπε. «Μάνα μου τον», σχολίασε. «Με αποχαιρετά. «Μπα», της λέω. «Σου φτύνει».
Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011
Επανεκκίνηση
Πάει καιρός να γράψω εδώ. Δεν έχω χρόνο. Δεν έχω χρόνο να σκεφτώ, πόσο μάλλον να σκεφτώ τις σκέψεις των άλλων, να συντάξω την σκέψη, να την γράψω, να την μεταφέρω. Τα παιδάκια γενικά μας απορροφούν. Απορροφούν τον χρόνο μας, την ενέργεια μας, αλλά και τα άγχη και τις λύπες και τις πίκρες μας. Τα παιδάκια μας. Η Χαρά μας. Που είχα παλέψει τόσο για να την αποκτήσω. Που είχα βάλει την ζωή μου στην παύση. Τα είχα βάλει όλα στο περίμενε. Τώρα που ήρθε αυτή η ευλογία, και πέραν από την κούραση και τις χαρούμενες ευθύνες, είναι ξαφνικά σαν να ξυπνώ και να με ανακαλύπτω ξανά. Είμαι λιγάκι πιο χοντρή, λιγάκι πιο μεγάλη, λιγάκι πιο σοφή και λιγάκι λιγότερο αθώα. Και λιγάκι πιο υποψιασμένη για την ζωή. Δεν περνάς από την υπογονιμότητα χωρίς να χάσεις κομματάκια από τον εαυτό σου. Ξανασυνθέτω λοιπόν το παζλ και ψάχνομαι. Και τώρα πως? Και γιατί? Και πως θα συνεχίσουμε με τα όνειρα? Κι αν έχουν τα όνειρα αλλάξει. Κι αν έχουν αλλάξει έχουνε γίνει τι? Και ποια είναι τελικά τα νέα θέλω? Επειδή δεν τελειώνει η ζωή μου εδώ. Είχα κι έχω άλλα όνειρα εγώ… Κι έχω κι άλλα να αποκτήσω… Απλά πρέπει λιγάκι να με συνηθίσω. Αυτόν τον άλλο εαυτό. Αυτό το οποίο έχω γίνει. Που δεν είναι απαραίτητα κακό. Δεν είναι καθόλου κακό. Απλώς είναι ένα διαφορετικό εγώ. Επιμένω. Λιγότερο αθώο από πριν.
Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011
Για το φίλο μου τον Λεβέντ...
Η φωνή ακούγεται από μακριά. Μου παίρνει λίγη ώρα να αντιληφθώ ότι μου μιλάει ο Λεβέντ. Κι ότι ουσιαστικά βρίσκεται μόνο λίγα λεπτά μακριά από το σπίτι μου. Εγώ Καϊμακλί, αυτός στην Ομορφίτα. «Έχω μια δουλειά, χρειάζομαι αυτό και εκείνο. Μπορείς να με βοηθήσεις, να με πετάξεις με το αυτοκίνητο, να σταθείς δίπλα μου σε αυτή τη στιγμή;».
Φυσικά και μπορώ Λεβέντ. Θα έρθω να σε παραλάβω με το αυτοκίνητο. Θα σε περιμένω στο Λήδρα Πάλας να τελειώσεις από τις διαδικασίες. Θα σε υποδεχτώ στο δρόμο, θα σε φιλήσω, θα σε ρωτήσω για τη μαμά σου και θα πάρω με συγκίνηση το εκμέκ κατεΐφι που πάντα αυτή μου στέλνει. Θα σε μεταφέρω με το αυτοκίνητο να τελειώσεις τις δουλειές σου. Θα σταθώ δίπλα σου, θα σε βοηθήσω. Θα παλέψω για σένα. Αλήθεια. Μετά θα πάμε να πιούμε καφέ. Θα μαλώσουμε ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό. Θα καθίσουμε μετά να κουβεντιάσουμε τη ζωή μας. Πώς πάει η δουλειά Λεβέντ, τι γίνεται με την οικογένεια. Πώς πάνε τα σπίτια μας που χτίζονται παράλληλα, τι κάνει η αρραβωνιαστικιά; Τι βιβλία έχεις διαβάσει τελευταία Λεβέντ και αν σου άρεσε το cd με τον Αλκίνοο που σου δάνεισα. Σε παρακαλώ να το προσέχεις επειδή το αγαπώ πολύ.
Η ώρα θα περάσει κι εμείς πρέπει να συνεχίσουμε τη ζωή μας. Θα σε πετάξω ξανά στο Λήδρα Πάλας, θα σε φιλήσω και θα στείλω τα χαιρετίσματά μου στη μαμά σου. Θα σου πω να προσέχεις στο δρόμο, να μην τρέχεις με το αυτοκίνητο, να μου στείλεις email και να κανονίσουμε να ξαναβρεθούμε. Κι εγώ, εδώ, ό,τι θέλεις, το ξέρεις. Κι εσύ εκεί, ό,τι θέλω, το ξέρω. Θα σου κουνήσω το χέρι. Αντίο Λεβέντ. Και θα το σκεφτώ το θέμα όσο σε κοιτάζω να φεύγεις. Πως δεν μιλήσαμε για το Κυπριακό. Για τις εξελίξεις, για τον Ερντογάν και τον Ταλάτ. Για τον Χριστόφια και τον Έρογλου. Για την κατάσταση που δημιουργείται, τις αγωνίες μας για τον τόπο μας. Δεν είπαμε κουβέντα Λεβέντ για τη λύση και τη διχοτόμηση για ετούτο που το λένε πολιτική και είναι μία από τις λέξεις που σε δυσκολεύει. Έχεις αρχίσει να μαθαίνεις ελληνικά Λεβέντ και μία από τις πρώτες λέξεις που γεύτηκες είναι η λέξη Άνοιξη! Δεν είναι τυχαίο Λεβέντ. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Αλήθεια. Να πας στο καλό. Κι εγώ, εδώ, ό,τι θέλεις, το ξέρεις. Κι εσύ εκεί, ό,τι θέλω, το ξέρω. Τίποτα, τίποτα δεν είναι τυχαίο Λεβέντ. Να πας στο καλό.
Φυσικά και μπορώ Λεβέντ. Θα έρθω να σε παραλάβω με το αυτοκίνητο. Θα σε περιμένω στο Λήδρα Πάλας να τελειώσεις από τις διαδικασίες. Θα σε υποδεχτώ στο δρόμο, θα σε φιλήσω, θα σε ρωτήσω για τη μαμά σου και θα πάρω με συγκίνηση το εκμέκ κατεΐφι που πάντα αυτή μου στέλνει. Θα σε μεταφέρω με το αυτοκίνητο να τελειώσεις τις δουλειές σου. Θα σταθώ δίπλα σου, θα σε βοηθήσω. Θα παλέψω για σένα. Αλήθεια. Μετά θα πάμε να πιούμε καφέ. Θα μαλώσουμε ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό. Θα καθίσουμε μετά να κουβεντιάσουμε τη ζωή μας. Πώς πάει η δουλειά Λεβέντ, τι γίνεται με την οικογένεια. Πώς πάνε τα σπίτια μας που χτίζονται παράλληλα, τι κάνει η αρραβωνιαστικιά; Τι βιβλία έχεις διαβάσει τελευταία Λεβέντ και αν σου άρεσε το cd με τον Αλκίνοο που σου δάνεισα. Σε παρακαλώ να το προσέχεις επειδή το αγαπώ πολύ.
Η ώρα θα περάσει κι εμείς πρέπει να συνεχίσουμε τη ζωή μας. Θα σε πετάξω ξανά στο Λήδρα Πάλας, θα σε φιλήσω και θα στείλω τα χαιρετίσματά μου στη μαμά σου. Θα σου πω να προσέχεις στο δρόμο, να μην τρέχεις με το αυτοκίνητο, να μου στείλεις email και να κανονίσουμε να ξαναβρεθούμε. Κι εγώ, εδώ, ό,τι θέλεις, το ξέρεις. Κι εσύ εκεί, ό,τι θέλω, το ξέρω. Θα σου κουνήσω το χέρι. Αντίο Λεβέντ. Και θα το σκεφτώ το θέμα όσο σε κοιτάζω να φεύγεις. Πως δεν μιλήσαμε για το Κυπριακό. Για τις εξελίξεις, για τον Ερντογάν και τον Ταλάτ. Για τον Χριστόφια και τον Έρογλου. Για την κατάσταση που δημιουργείται, τις αγωνίες μας για τον τόπο μας. Δεν είπαμε κουβέντα Λεβέντ για τη λύση και τη διχοτόμηση για ετούτο που το λένε πολιτική και είναι μία από τις λέξεις που σε δυσκολεύει. Έχεις αρχίσει να μαθαίνεις ελληνικά Λεβέντ και μία από τις πρώτες λέξεις που γεύτηκες είναι η λέξη Άνοιξη! Δεν είναι τυχαίο Λεβέντ. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Αλήθεια. Να πας στο καλό. Κι εγώ, εδώ, ό,τι θέλεις, το ξέρεις. Κι εσύ εκεί, ό,τι θέλω, το ξέρω. Τίποτα, τίποτα δεν είναι τυχαίο Λεβέντ. Να πας στο καλό.
Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011
Ο Γιαννής ο Ροκάς
Ο Γιαννής ο ροκάς έπιασε με αποφασιστικότητα ακόμα τρία αλμυρά και τα έβαλε μέσα στην ήδη γεμάτη σακούλα. «Το 12εύρω εσφύρησε», μονολόγησε, αλλά χαλάλι. Περίμενε κόσμο στο μαγαζί. Ήτανε σίγουρος πως θα έρχονταν να του ευχηθούν όλα τα γειτονόπουλα οι μαγαζάτορες. Και κυρίως οι γειτονοπούλες σκέφτηκε χασκογελώντας μέσα που τα γένια του. Έκλεινεν αισίως τα 37 αλλά κραθιόταν γερά, είχε ακόμα πέραση η μπογιά του. Ήταν λεπτός, ψηλός, μελαχρινός, γεμάτος μυς και τρίχες. Πάντα φορούσε τζιν και μαύρες φανέλες με στάμπες. Ακριβώς σαν αυτές που πουλούσεν στο μαγαζίν του. Που ήταν εργασία παράλληλη με την κανονική του που ήταν μέλος συγκροτήματος-μουσικός-ποιητής/στιχουργός-συνθέτης-μελλοντικός σούπερ σταρ ροκάς.
Ο Γιαννής βασικά είχε ξεκινήσει να γίνει σούπερ σταρ ροκάς αλλά στην πορεία εκατέλληξε να πουλεί φανέλες με στάμπες, κυρίως μαύρες αλλά και άλλα χρώματα, χαϊμαλιά, σκουλαρίκια με ψεύτικες πέτρες μακριά, παγιδευτές ονείρων και αφίσες. Τέλος πάντων, είχε ξεκινήσει γεμάτος όνειρα από το Καϊμακλί να κατακτήσει καταρχήν το Λύκειο Παλλουριώτησας (15 γκόμενες σε τρία χρόνια συν μια πεταχτούλα καθηγήτρια οικοκυρικών), να ταράξει την δισκογραφία και να γίνει ο νέος μεσσίας της ροκ αλλά στην πορεία κάπου στράβωσε το πράμα και η μεγάλη άνοδος επιβραδύνθηκε. Ο Γιαννής στα 15 του περίμενε πως στα 37 του θα ήταν σίγουρα φτασμένος καλλιτέχνης, θα είχε κάμει τουλάχιστον 12 CDs (υπολόγιζε ένα κάθε περίπου δύο χρόνια να μην κουράζει το κοινό του), θα ήταν πλούσιος και θα είχε ήδη αποσυρθεί στον Παράδεισο στον Πωμό (αυτό τουλάχιστον το είχε υπολογίσει αφού ο Σωκράτης ο ιδιοκτήτης το είχε βγάλει από πέρσι για πούλημα)… Αλλά αντί αυτού τα χρόνια πέρασαν και πάλευε ακόμα να καθιερωθεί. Και από τα δύο CDs τον χρόνο είχε βγάλει ως τώρα μόνο δύο συνολικά! Αλλά ας όψονται οι συνθήκες, η καταραμένη δισκογραφία, οι καπιταλιστικές εταιρείες, η Κύπρος και ο κόσμος που δεν μπορούσε να καταλάβει.
Φυσικά σε όλα αυτά τα χρόνια ο Γιαννής ο Ροκάς και το συγκρότημα του (John and the Rockies) είχαν καταφέρει να ταράξουν λίγο τα πράματα. Είχαν φιλοξενηθεί 3-4 φορές σε μουσικές εκπομπές του ΡΙΚ, είχαν συμμετάσχει σε ένα αφιέρωμα του ΑΝΤ1 για τα Κυπριακά ροκ συγκροτήματα και είχαν επίσης ηγηθεί όλων σχεδόν των ροκ φεστιβάλ που είχαν γίνει στην Κύπρο τα τελευταία 15 χρόνια. Και σε όλα αυτά είχαν και την στιγμή της απόλυτης δόξας τους: Το άνοιγμα της συναυλίας του συγκροτήματος Τρίχες το 1995 όπου ο ίδιος ο Αγγέλαφας είχε σφίξει το χέρι του Γιαννή, του είπε πως είναι «σπουδαίος!» και πως θα μιλούσε για αυτόν και το συγκρότημα του στην δική του την εταιρεία. Ναι σιγά… ο Γιαννής ακόμα περιμένει να του τηλεφωνήσει η εταιρεία. Από τότε είχαν βγάλει ακόμα ένα CD και περίμενε με αγωνία να κυκλοφορήσει μέσα στις επόμενες μέρες και το τρίτο.
Για την ώρα ωστόσο, ζούσε και τον ζούσε το μαγαζί. Πουλούσε την πραμάτεια του στους φίλους τους, σε αμετανόητους ροκάδες που κούλιαζαν στο μαγαζί του με τις ώρες, σε τουρίστες που έβρισκαν το μαγαζί του γραφικό αλλά κυρίως και σε νεαρούς που ήθελαν να γίνουν ροκάδες σαν αυτόν και για τους οποίους ο Γιαννής ήταν ένας ζωντανός μύθος. Τον θαύμαζαν, τον αγαπούσαν, αγόραζαν άσχετα πράματα από το μαγαζί για να τον βλέπουν και να είναι σαν αυτόν. Κι αυτός τους αγαπούσε, τους κερνούσε φραπεδάκια απλόχερα και τους έδινε συμβουλές για το ροκ.
Ήταν κυρίως ένας μιτσής που τον αγαπούσε πολύ. Ο Σαββής. Που του θύμιζε πολύ τον εαυτό του στα 15 του. Έμοιαζαν λίγο κιόλας. Και στην φάτσα και στον χαρακτήρα. Είχε κι αυτός συγκρότημα και τραγουδούσε στα διάφορα φεστιβάλ. Εκεί τον είχε γνωρίσει ο Γιαννής και έγινε κάτι σαν μέντορας του. Έρχονταν να του δανείσει ο Γιαννής CDs, να του δώσει συμβουλές για το συγκρότημα, να πει τις περιπέτειες του με τις γυναίκες. Επειδή και για γκομενικά τον εσυμβούλευε ο Γιαννής τον Σαββή. Αλλά και για το σχολείο, για τους γονιούς του. Μέντορας καλός, σωστός. Να τον βλέπει σαν τον γιο που ποτέ θα είχε. Σιγά δηλαδή. Όχι πως είχε ανάγκη μωρά και κουτσούβελα. «Παρά τις πιέσεις που τις εκάστοτε γκόμενες», σκέφτηκε και προχώρησε προς το ταμείο. Με την ελπίδα να δει εκείνη την γλυκιά την Ρουμανούδα την Άνγκα η οποία κάθε φορά του έκανε τα γλυκά μάτια και του έβαλε κιόλας κρυφά στην τσέντα κανένα κομμάτι κέικ αγγίζοντας ελαφριά και το χέριν του.
Προχωρώντας στο ταμείο ο Γιαννής εστράβωσεν αρκετά διότι στο ταμείο ήταν ο Γιώργης, παλιός του συμμαθητής και ιδιοκτήτης προφανώς της αλυσίδας των φούρνων-μάλλον γιός του ιδιοκτήτη, καταραμένο σύστημα!- εσκέφτηκεν ο Γιαννής και τον εκοίταζε ήδη στραβά. Ο Γιώργης τον είδε και προσπάθησε να του χαμογελάσει, αλλά βλέποντας τον Γιαννή να τον θωρεί με αγριάδα μαζεύτηκε και ετοιμάστηκε να εξαπολύσει το κεντρί του. Πριν προλάβει ο Γιαννής να του μιλήσει, ή μάλλον επιδεικτικά να τον αγνοήσει όπως ήταν το σχέδιο, έβγαλε μάνι μάνι μια μάτσα φυλλάδια και άρχισε να τα μοιράζει. «Ρε Γιαννή. Έλα να δεις! Είναι διαφημιστικά εκείνου του συγκροτήματος του μιτσή του Σαββή! Προφανώς υπογράψαν συμβόλαιο με τιν Χόνη! Ξέρεις! Εκείνη την εταιρεία που έφκαλεν τους δίσκους του Αγγέλαφα».
«Λαλείς να μεν το ξέρω?», εμούγκρισεν ο Γιαννής. «Άτε χτύπα τα αλμυρά. Βιάζουμε!».
Ο Γιαννής. Την ημέρα των γενεθλίων. Επλήρωσεν (15 ευρό, ανάθεμαν τους φούρνους τους) και ξεκίνησε για το μαγαζί. Ευτυχώς τα γένια εχώναν την χλομάδα του. Εκόντεψε στο μαγαζίν και είδε στην ουρά να τον περιμένει κόσμος. Οι κοπέλες που δίπλα. Ο ένας μικρός χαρούμενος Σαββής. Να λάμπει. Ο Γιαννής έβαλε τον καλό του χαμόγελο και τους άνοιξε την πόρτα. Αγκάλιασε πατρικά τον Σαββή. Ο Γιαννής. Πρώην μέλος συγκροτήματος-μουσικός-ποιητής/στιχουργός-συνθέτης-μελλοντικός σούπερ σταρ ροκάς. Νυν καταστηματάρχης. Να πουλά φανέλες. Μαύρες. Με στάμπες.
Ο Γιαννής βασικά είχε ξεκινήσει να γίνει σούπερ σταρ ροκάς αλλά στην πορεία εκατέλληξε να πουλεί φανέλες με στάμπες, κυρίως μαύρες αλλά και άλλα χρώματα, χαϊμαλιά, σκουλαρίκια με ψεύτικες πέτρες μακριά, παγιδευτές ονείρων και αφίσες. Τέλος πάντων, είχε ξεκινήσει γεμάτος όνειρα από το Καϊμακλί να κατακτήσει καταρχήν το Λύκειο Παλλουριώτησας (15 γκόμενες σε τρία χρόνια συν μια πεταχτούλα καθηγήτρια οικοκυρικών), να ταράξει την δισκογραφία και να γίνει ο νέος μεσσίας της ροκ αλλά στην πορεία κάπου στράβωσε το πράμα και η μεγάλη άνοδος επιβραδύνθηκε. Ο Γιαννής στα 15 του περίμενε πως στα 37 του θα ήταν σίγουρα φτασμένος καλλιτέχνης, θα είχε κάμει τουλάχιστον 12 CDs (υπολόγιζε ένα κάθε περίπου δύο χρόνια να μην κουράζει το κοινό του), θα ήταν πλούσιος και θα είχε ήδη αποσυρθεί στον Παράδεισο στον Πωμό (αυτό τουλάχιστον το είχε υπολογίσει αφού ο Σωκράτης ο ιδιοκτήτης το είχε βγάλει από πέρσι για πούλημα)… Αλλά αντί αυτού τα χρόνια πέρασαν και πάλευε ακόμα να καθιερωθεί. Και από τα δύο CDs τον χρόνο είχε βγάλει ως τώρα μόνο δύο συνολικά! Αλλά ας όψονται οι συνθήκες, η καταραμένη δισκογραφία, οι καπιταλιστικές εταιρείες, η Κύπρος και ο κόσμος που δεν μπορούσε να καταλάβει.
Φυσικά σε όλα αυτά τα χρόνια ο Γιαννής ο Ροκάς και το συγκρότημα του (John and the Rockies) είχαν καταφέρει να ταράξουν λίγο τα πράματα. Είχαν φιλοξενηθεί 3-4 φορές σε μουσικές εκπομπές του ΡΙΚ, είχαν συμμετάσχει σε ένα αφιέρωμα του ΑΝΤ1 για τα Κυπριακά ροκ συγκροτήματα και είχαν επίσης ηγηθεί όλων σχεδόν των ροκ φεστιβάλ που είχαν γίνει στην Κύπρο τα τελευταία 15 χρόνια. Και σε όλα αυτά είχαν και την στιγμή της απόλυτης δόξας τους: Το άνοιγμα της συναυλίας του συγκροτήματος Τρίχες το 1995 όπου ο ίδιος ο Αγγέλαφας είχε σφίξει το χέρι του Γιαννή, του είπε πως είναι «σπουδαίος!» και πως θα μιλούσε για αυτόν και το συγκρότημα του στην δική του την εταιρεία. Ναι σιγά… ο Γιαννής ακόμα περιμένει να του τηλεφωνήσει η εταιρεία. Από τότε είχαν βγάλει ακόμα ένα CD και περίμενε με αγωνία να κυκλοφορήσει μέσα στις επόμενες μέρες και το τρίτο.
Για την ώρα ωστόσο, ζούσε και τον ζούσε το μαγαζί. Πουλούσε την πραμάτεια του στους φίλους τους, σε αμετανόητους ροκάδες που κούλιαζαν στο μαγαζί του με τις ώρες, σε τουρίστες που έβρισκαν το μαγαζί του γραφικό αλλά κυρίως και σε νεαρούς που ήθελαν να γίνουν ροκάδες σαν αυτόν και για τους οποίους ο Γιαννής ήταν ένας ζωντανός μύθος. Τον θαύμαζαν, τον αγαπούσαν, αγόραζαν άσχετα πράματα από το μαγαζί για να τον βλέπουν και να είναι σαν αυτόν. Κι αυτός τους αγαπούσε, τους κερνούσε φραπεδάκια απλόχερα και τους έδινε συμβουλές για το ροκ.
Ήταν κυρίως ένας μιτσής που τον αγαπούσε πολύ. Ο Σαββής. Που του θύμιζε πολύ τον εαυτό του στα 15 του. Έμοιαζαν λίγο κιόλας. Και στην φάτσα και στον χαρακτήρα. Είχε κι αυτός συγκρότημα και τραγουδούσε στα διάφορα φεστιβάλ. Εκεί τον είχε γνωρίσει ο Γιαννής και έγινε κάτι σαν μέντορας του. Έρχονταν να του δανείσει ο Γιαννής CDs, να του δώσει συμβουλές για το συγκρότημα, να πει τις περιπέτειες του με τις γυναίκες. Επειδή και για γκομενικά τον εσυμβούλευε ο Γιαννής τον Σαββή. Αλλά και για το σχολείο, για τους γονιούς του. Μέντορας καλός, σωστός. Να τον βλέπει σαν τον γιο που ποτέ θα είχε. Σιγά δηλαδή. Όχι πως είχε ανάγκη μωρά και κουτσούβελα. «Παρά τις πιέσεις που τις εκάστοτε γκόμενες», σκέφτηκε και προχώρησε προς το ταμείο. Με την ελπίδα να δει εκείνη την γλυκιά την Ρουμανούδα την Άνγκα η οποία κάθε φορά του έκανε τα γλυκά μάτια και του έβαλε κιόλας κρυφά στην τσέντα κανένα κομμάτι κέικ αγγίζοντας ελαφριά και το χέριν του.
Προχωρώντας στο ταμείο ο Γιαννής εστράβωσεν αρκετά διότι στο ταμείο ήταν ο Γιώργης, παλιός του συμμαθητής και ιδιοκτήτης προφανώς της αλυσίδας των φούρνων-μάλλον γιός του ιδιοκτήτη, καταραμένο σύστημα!- εσκέφτηκεν ο Γιαννής και τον εκοίταζε ήδη στραβά. Ο Γιώργης τον είδε και προσπάθησε να του χαμογελάσει, αλλά βλέποντας τον Γιαννή να τον θωρεί με αγριάδα μαζεύτηκε και ετοιμάστηκε να εξαπολύσει το κεντρί του. Πριν προλάβει ο Γιαννής να του μιλήσει, ή μάλλον επιδεικτικά να τον αγνοήσει όπως ήταν το σχέδιο, έβγαλε μάνι μάνι μια μάτσα φυλλάδια και άρχισε να τα μοιράζει. «Ρε Γιαννή. Έλα να δεις! Είναι διαφημιστικά εκείνου του συγκροτήματος του μιτσή του Σαββή! Προφανώς υπογράψαν συμβόλαιο με τιν Χόνη! Ξέρεις! Εκείνη την εταιρεία που έφκαλεν τους δίσκους του Αγγέλαφα».
«Λαλείς να μεν το ξέρω?», εμούγκρισεν ο Γιαννής. «Άτε χτύπα τα αλμυρά. Βιάζουμε!».
Ο Γιαννής. Την ημέρα των γενεθλίων. Επλήρωσεν (15 ευρό, ανάθεμαν τους φούρνους τους) και ξεκίνησε για το μαγαζί. Ευτυχώς τα γένια εχώναν την χλομάδα του. Εκόντεψε στο μαγαζίν και είδε στην ουρά να τον περιμένει κόσμος. Οι κοπέλες που δίπλα. Ο ένας μικρός χαρούμενος Σαββής. Να λάμπει. Ο Γιαννής έβαλε τον καλό του χαμόγελο και τους άνοιξε την πόρτα. Αγκάλιασε πατρικά τον Σαββή. Ο Γιαννής. Πρώην μέλος συγκροτήματος-μουσικός-ποιητής/στιχουργός-συνθέτης-μελλοντικός σούπερ σταρ ροκάς. Νυν καταστηματάρχης. Να πουλά φανέλες. Μαύρες. Με στάμπες.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)